- Τα αγαπημένα Οκτωβρίου (2023) - 07/11/2023
- Ας μιλήσουμε για τον ρόλο του Τσάντλερ Μπινγκ - 01/11/2023
- Κριτική Ταινίας: Blonde (2022) - 23/10/2023
Μία από τις περισσότερο υποτιμημένες δημιουργίες του Woody Allen είναι αδιαμφισβήτητα το “Broadway Danny Rose”/«Ο ατσίδας του Μπροντγουέι» που βγήκε στις κινηματογραφικές αίθουσες της Αμερικής στις 27 Ιανουαρίου 1984. Είναι γεγονός ότι κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980, ο Allen πειραματίστηκε με διαφορετικά είδη κινηματογράφου, με είδη που δεν είχε ασχοληθεί ως τότε, από ντοκιμαντέρ (Zelig/1983) και αυτοβιογραφικούς πειραματισμούς (Stardust Memories/1980) μέχρι ταινίες μυστηρίου (Crimes and Misdemeanors/1989), καταφέρνοντας έτσι να δείξει στο κοινό νέες πτυχές του και να παρουσιάσει και ορισμένες αριστουργηματικές ταινίες (Hannah and her sisters/1986).
Ωστόσο, με το Broadway Danny Rose o Woody Allen φαίνεται να εγκαταλείπει για λίγο τη διάθεση εσωτερίκευσης και την αμφισβήτηση του εαυτού του και να χαλαρώνει, πλάθοντας μια τρελή και αστεία ιστορία που τον διασκεδάζει – και με το παραπάνω.
Η υπόθεση περιστρέφεται γύρω από τις κωμικοτραγικές περιπέτειες ενός ατζέντη, του Ντάνι Ρόουζ, που φυσικά υποδύεται ο ίδιος ο Άλεν. Μιλάμε για άλλη μια ταινία της Νέας Υόρκης που ξεκινά δείχνοντας μια παρέα κωμικών στο Carnegie Deli να συζητά για το «φαινόμενο» Ντάνι Ρόουζ και να μοιράζεται μικρές ιστορίες από την επαγγελματική του ζωή. Μέχρι να φτάσουν στην καλύτερη ιστορία του από όλες – η οποία και ξετυλίγεται κατά τη διάρκεια της ταινίας.
Μιλάμε για έναν μάνατζερ που προσπαθεί να προωθήσει κατά φαντασίαν ή παρηκμασμένους καλλιτέχνες, ωστόσο μοναδικούς στο είδος τους, καλλιτέχνες που κανένας άλλος μάνατζερ δε θα αναλάμβανε – όπως μια γυναίκα που παίζει μουσική με ποτήρια, έναν τυφλό ξυλοφωνίστα, έναν μονόχειρα ζογκλέρ, έναν υπνωτιστή που δεν μπορεί να ξυπνήσει τα «θύματά» του, ανθρώπους που φτιάχνουν ζωάκια φουσκώνοντας μπαλόνια. Όλα αυτά μέχρι τη στιγμή που πέφτει με τα μούτρα στην μεγάλη του ανακάλυψη, τον ανεκδιήγητο και μέθυσο τραγουδιστή παλαιών επιτυχιών, Λου Κανόβα. Σιγά-σιγά ο Ντάνυ κερδίζει την εμπιστοσύνη του, γίνονται φίλοι και καταφέρνει να τον επιστρέφει στην κορυφή των μουσικών επιτυχιών, μπλέκοντας παράλληλα σε μια τρελή περιπέτεια παρεξηγήσεων και κινδυνεύοντας από την μαφία με την εξωσυζυγική σχέση του Λου, Τίνα Βιτάλι. Κι όλα ξεκινούν από τη στιγμή που ο Λου ζητά σαν χάρη από τον Ντάνι να συνοδέψει τη Τίνα στην σημαντικότερη βραδιά της ζωής του, για να μην κινήσουν υποψίες στη σύζυγό του.
Ο Ντάνι είναι ακριβώς ο πρωταγωνιστικός χαρακτήρας που θα περίμενε κανείς από μια κωμωδία του Άλεν. Ένας νευρώδης τύπος που κάνει έντονες κινήσεις με τα χέρια του, μιλάει γρήγορα και στο πρώτο μισό της ταινίας μοιάζει με καρικατούρα. Ωστόσο, εδώ υπάρχει ένα θέμα. Ο Ντάνι δεν είναι τόσο ‘’γουντιαλενικός’’ όσο θα περίμενε κανείς, ούτε και τόσο νευρώδης. Μιλάμε για έναν ατζέντη με ηθικούς φραγμούς, ευαισθησία, που με την πάροδο της ταινίας δείχνει όλο και περισσότερο την ανθρώπινη πλευρά του και χωρίς ιδιαίτερες υπαρξιακές ανησυχίες. Ωστόσο, θα πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι ο Ντάνι δεν είναι ένας κοινός ατζέντης· δε βλέπει επαγγελματικά τους καλλιτέχνες του, αλλά φιλικά και σχεδόν πατρικά. Τους αντιμετωπίζει με την προσοχή που αντιμετωπίζει ένας συλλέκτης τα σπάνια αντικείμενα που έχει στην κατοχή του.
Στον αντίποδα βρίσκεται η Τίνα που δεν διακατέχεται από το φόβο του θεού και δεν αναγνωρίζει ηθικούς κανόνες, δηλώνοντας σε μια σκηνή πως… «πρέπει να αρπάζεις το καλύτερο τη στιγμή που σου προσφέρεται». Η Τίνα καταφέρνει να βγαίνει αψεγάδιαστη από τις τραγωδίες και ανεπηρέαστη από τα δεινά που προκαλεί, μέχρι τη στιγμή που συναντά τον Ντάνι και αναπτύσσεται μια περίεργη έλξη ανάμεσά τους. Τότε, αρχίζει να νιώθει ενοχές για πρώτη φορά στη ζωή της και να αναρωτιέται για τα σφάλματά της.Όσο για τον Λου, είναι ένας τύπος υπερβολικά απερίσκεπτος, παιδιάστικος, εγωκεντρικός και ματαιόδοξος που μετά από τη βραδιά του προσωπικού τους θριάμβου κι έπειτα και από παραινέσεις της Τίνα, αποφασίζει να διακόψει τη συνεργασία του από τον Ντάνι σε μια σωστά μετρημένη δραματική σκηνή με το σκεπτικό ότι δεν μπορεί να τον οδηγήσει όσο ψηλά θα ήθελε.
Μιλάμε για μια ασπρόμαυρη ταινία, τεχνική που ο Allen επιλέγει κατά καιρούς στα φιλμ του όταν κρίνει πως ταιριάζει καλύτερα με το ύφος τους και νευρώδεις ρυθμούς που εύκολα παραπέμπουν στον Buster Keaton. Το φιλμ, πλούσιο σε εξωτερικά πλάνα και σκηνές από την πόλη της Νέας Υόρκης, καταφέρνει να δείξει με σατιρικό τρόπο το πιο σκοτεινό πρόσωπο του κόσμου του θεάματος, όπου επικρατούν ο εγωκεντρισμός και ο κανιβαλισμός.
Η πραγματική αποκάλυψη της ταινίας είναι αδιαμφισβήτητα η Mia Farrow στο ρόλο της Tina Vitale – μιας κυνικής και μάλλον αριβίστριας ιταλίδας που φορά συνεχώς γυαλιά ηλίου κι έχει τα ξανθά μαλλιά της μονίμως φουσκωμένα – φιγούρας εμπνευσμένης από την πραγματική ζωή του τότε καλλιτεχνικού ζευγαριού Farrow – Allen, καθώς η ιδιοκτήτρια ενός ιταλικού εστιατορίου που γευμάτιζαν συχνά ήταν ακριβώς έτσι και από αυτή εμπνεύστηκε ο Άλεν την Tina, ύστερα και από σχετική προτροπή της Farrow. Η Αλήθεια είναι ότι η Farrow, μέσω των ταινιών του Άλεν, βρήκε την ευκαιρία να ξεδιπλώσει το ταλέντο της προς διαφορετικές κατευθύνσεις. Ειδάλλως, ποιος θα μπορούσε να φανταστεί πως αυτή η μικροκαμωμένη κοπέλα με την ψιλή, κοριτσίστικη φωνή θα μπορούσε να ερμηνεύσει τόσο εκπληκτικά αυτή την αναιδή γυναίκα που καπνίζει φανατικά, συμπεριφέρεται με θάρρος και φαίνεται να είναι απολύτως ταιριαστή με την νοοτροπία της ιταλικής μαφίας;
Κατά τα άλλα, βλέπουμε τον Nick Apollo Forte, έναν ηθοποιό – τραγουδιστή που δε ξέρω αν εμφανίστηκε και σε κάποια άλλη ταινία, να παίζει τον αλκοολικό τραγουδιστή ερωτικών κομματιών με τις σωστές δόσεις συναισθηματισμού, ευαισθησίας και παιδιάστικης αφέλειας.
Για τον Άλεν δε χρειάζεται να πούμε πολλά: παίζει για άλλη μια φορά έναν ρόλο περίπου κομμένο και ραμμένο στα μέτρα του – βέβαια με άλλες βάσεις. Απαλλαγμένος από θρησκευτικές νύξεις και ανησυχίες, φιλοσοφικούς προβληματισμούς και έντονες νευρώσεις, ερμηνεύει έναν αστικό τύπο –γνήσιο νεοϋορκέζο-, μάλλον ιδεαλιστή και συναισθηματικό που δε σταματά να προσπαθεί για το καλύτερο παρά τις συνεχείς αποτυχίες.
Η ερωτική ιστορία που υποβόσκει ανάμεσα στον Ντάνι και την Τίνα δεν έρχεται ποτέ εμφανώς στο προσκήνιο γιατί δεν είναι, άλλωστε, αυτό το ζητούμενο της ταινίας. Παρόλα αυτά, η ταινία κλείνει μάλλον ρομαντικά με ένα από τα πιο αισιόδοξα και ελπιδοφόρα φινάλε σε ταινία του Γούντι Άλεν.
Η ταινία προτάθηκε για όσκαρ καλύτερου πρωτότυπου σεναρίου.
Επομένως, αν θέλετε να δείτε μια ταινία που να έχει τη χαρακτηριστική σκηνοθετική σφραγίδα του Γούντι Άλεν, αλλά είναι κατά τι πιο ανάλαφρη, τότε σίγουρα να την επιλέξετε.
Leave a Reply