Για πολλούς, η δεκαετία του 1980 αποτελεί την πιο δημιουργική περίοδο του αμφιλεγόμενου σκηνοθέτη Γούντι Άλεν – και δικαίως, αφού κατά τη διάρκειά της ο σκηνοθέτης χάρισε στο κοινό του μερικές από τις κορυφαίες ταινίες του, όπως είναι Η Χάνα και οι αδελφές της (1986), Μέρες Ραδιοφώνου (1987), Ζέλιγκ (1983), κ.α. Έτσι, στη δύση της δεκαετίας, το 1989 ο σκηνοθέτης γυρίζει τη ταινία για την οποία θα μιλήσουμε σήμερα: Απιστίες και Αμαρτίες (αγγλ. τίτλος: Crimes and Misdemeanors). Πολλοί τολμούν να θεωρήσουν τη συγκεκριμένη ταινία ως την καλύτερη του σκηνοθέτη νικώντας ακόμα και -ναι, ναι- την Annie Hall, καθώς και το Manhattan.
Ο Άλεν, υπογράφοντας ως συνήθως και το σενάριο της ταινίας, πραγματεύεται έντονα επηρεασμένος από τον Ντοστογιέφσκι ένα διαχρονικό ζήτημα: την ηθική – μέσα από την προσωπική του σκοπιά και τόσο κάτω από υπαρξιακές, όσο και θρησκευτικές διαστάσεις. Τα αγαπημένα του θέματα, ο έρωτας και ο θάνατος, δε λείπουν και από αυτή τη ταινία, ωστόσο έρχονται να πλαισιώσουν ως δευτερεύουσες πλοκές τα κύρια θέματα που επικρατούν που δεν είναι άλλα από τη δικαιοσύνη, την ηθική, το έγκλήμα χωρίς τιμωρία και το ζήτημα της προσωπικής ευθύνης. Η ταινία χωρίζεται σε δύο ιστορίες και ο σκηνοθέτης καταφέρνει να παντρέψει σε ένα σενάριο τα δυο αγαπημένα του μοτίβα: το υπαρξιακό δράμα και την ανάλαφρη κωμωδία.
Ο πλούσιος οφθαλμίατρος Τζούντα (του οποίου το όνομα δεν μπορούμε καν να θεωρήσουμε τυχαίο) γίνεται ο ηθικός αυτουργός της δολοφονίας της ερωμένης του Ντολόρες (Αντζέλικα Χιούστον), όταν εκείνη απειλεί να βλάψει όχι μόνο την οικογενειακή του ευτυχία, αλλά πολύ περισσότερο τη δημόσια εικόνα του μέσω της αποκάλυψης ενός οικονομικού σκανδάλου. Ο Τζούντα (Μάρτιν Λαντάου), μεγαλωμένος σε ένα αυστηρά θρησκευτικό περιβάλλον που του δίδαξε πως τα μάτια του θεού βρίσκονται πάντοτε πάνω μας παρακολουθώντας κάθε μας κίνηση, μετά το έγκλημα έρχεται αντιμέτωπος με τις τύψεις του περιμένοντας τη θεία δίκη και βρισκόμενος εν μέσω υπαρξιακής κρίσης συνειδητοποιώντας πόσο ανεξέλεγκτη μπορεί να καταστεί η ελεύθερη βούληση του ανθρώπου. Ανατριχιαστική είναι η σκηνή, όπου μετά το φόνο της Ντολόρες, ο Τζούντα πηγαίνει στο σπίτι της και βλέπει το πτώμα της. «Δεν υπήρχε τίποτα πίσω από τα μάτια της,» θα πει κάποια στιγμή, «Τα κοίταζες και το μόνο που έβλεπες ήταν ένα μαύρο κενό». Ο θεατής περιμένει μια τιμωρία, που ωστόσο δεν έρχεται ποτέ, καθώς ο Τζούντα ξεπερνάει τις τύψεις του με σχετική ευκολία και αποφασίζει να συνεχίσει την προνομιούχα ζωή του.
Παράλληλα, στη δεύτερη ιστορία συναντάμε τον Κλιφ, που τον υποδύεται ο ίδιος ο Άλεν και στην πραγματικότητα είναι ένας τύπος που δεν έχει να χάσει τίποτα – εν αντιθέσει με το Τζούντα. Ο γάμος του είναι προβληματικός, η καριέρα του αποτυχημένη και δέχεται με μισή καρδιά να γυρίσει ένα ντοκιμαντέρ για τον υπερφίαλο και επιτυχημένο κουνιάδο του, προκειμένου να συγκεντρώσει τα χρήματα που χρειάζεται για να γυρίσει ένα ντοκιμαντέρ για τον αγαπημένο του υπαρξιστή φιλόσοφο. Ερωτεύεται και αποκτά μια σύντομη ερωτική σχέση με τη βοηθό παραγωγής (Mia Farrow), ωστόσο εκείνη θα καταλήξει με το χειρότερο εχθρό του – σχεδόν σαν τιμωρία για το δικό του ηθικό πταίσμα. Αρκετά ενδιαφέρουσα και η ιστορία, οι θεωρίες και η κατάληξη του υπαρξιστή φιλόσοφου που θαυμάζει ιδιαίτερα ο χαρακτήρας του Άλεν – μια πλοκή που παρόλο που δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο της υπόθεσης της ταινίας είναι σε θέση να προβληματίσει αρκετά το θεατή, ίσως και να τον διασκεδάσει.
Στο φινάλε, ο Τζούντα και ο Κλιφ συναντιούνται πρόσκαιρα σε μια δεξίωση γάμου και μέσα από μια σύζητηση για το έγκλημα και τη τιμωρία καταλήγουν κυνικά στο συμπέρασμα πως ο άνθρωπος καθορίζεται τελικά από τις επιλογές του. Κι όλα τελικά κρίνονται εκ του αποτελέσματος. Όταν ο χαρακτήρας του Άλεν αναζητά επίμονα κάποια τιμωρία και δικαίωση για το υποθετικό έγκλημα που συζητάνε, ο χαρακτήρας του Λαντάου θα απαντήσει ωμά «Αυτά γίνονται στις ταινίες. Εδώ μιλάμε για την πραγματικότητα.»
Μιλάμε επομένως για τραγωδία; Μπα, όχι. Ο Άλεν φαίνεται να μας κλείνει το μάτι και να μας λέει, «Είναι απλώς η ζωή.»
Παρεμπιπτόντως:
- Ο Μαρτίν Λαντάου (1928-2017) ερμηνεύει, κατά πολλούς, τον καλύτερο ρόλο της καριέρας του που του χαρίζει μια υποψηφιότητα για όσκαρ. Θα το κερδίσει πέντε χρόνια αργότερα με τη ταινία Ed Wood.
- Η ταινία κέρδισε άλλες δύο υποψηφιότητες για όσκαρ στις κατηγορίες Καλύτερης Σκηνοθεσίας και Καλύτερου Σεναρίου.
- Ενδιαφέρον το γεγονός πως ο ηθικός ραβίνος του Τζούντα καταλήγει τυφλός – και σίγουρα όχι τυχαίο.
- Ο πιο αδύναμα γραμμένα ρόλος είναι αυτός της Ντολόρες αφού απλώς περιορίζεται στο κλισέ της υστερικής ερωμένης που είναι έτοιμη να φτάσει στα άκρα προκειμένου να κάνει ολοκληρωτικά δικό της τον αγαπημένο της.
- Αρκετά ενδιάφερουσα και η κοσμοθεωρία του Άλεν που διαβλέπουμε στη συγκεκριμένη ταινία, αφού λίγα χρόνια αργότερα βρέθηκε και ο ίδιος αντιμέτωπος με «Απιστίες και Αμαρτίες». Και δικαστήρια.
Leave a Reply