Site icon artville.

Match Point (2005)

Advertisements

«O άνθρωπος που είπε “προτιμώ να είμαι τυχερός παρά καλός” έβλεπε τη ζωή σε βάθος. Ο κόσμος φοβάται να παραδεχτεί πως ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής βασίζεται στην τύχη. Είναι τρομακτικό το γεγονός ότι πολλά που μας συμβαίνουν βρίσκονται έξω από τον έλεγχό μας. Υπάρχουν στιγμές σε έναν αγώνα όπου η μπάλα χτυπάει το δοκάρι και για ένα μονάχα δευτερόλεπτο μπορεί να μπει γκολ ή όχι. Με λίγη τύχη θα μπει και θα κερδίσεις. Ή μπορεί και να μην μπει και τότε να χάσεις».

Το 2005, ο Woody Allen συμπληρώνει τα 70 έτη ζωής και ταυτοχρόνως, ολοκληρώνει την 47η κινηματογραφική του ταινία, το “Match Point”. Θεωρείται μία από τις ωριμότερες δημιουργίες του Allen κι έρχεται μετά από μια σειρά μέτριων, σε γενικές γραμμές, ταινιών – για παράδειγμα, ας θυμηθούμε το σατιρικό «Παίζοντας στα τυφλά» (2002).  Το Match Point είναι μια ταινία βαθιά δραματική με σκηνές γεμάτες από αγωνία και πάθος. Σε ένα μεγάλο μέρος της, θίγει διαχρονικά ζητήματα ηθικής, ασχολείται έντονα με το θέμα της τύχης, ενώ η μουσική όπερας που ντύνει μουσικά το έργο, καταφέρνει να χτίσει τη σωστή ατμόσφαιρα.

Εδώ που τα λέμε, στη συγκεκριμένη ταινία φαίνεται να πήγαν όλα πήγαν καλά. Το σενάριο είναι αριστουργηματικό χωρίς να παρουσιάζονται αμήχανα κενά στην αφηγηματική ροή, η σκηνοθεσία είναι προσεγμένη με τα εκφραστικά μέσα του Woody Allen να βρίσκονται στην καλύτερη τους φάση, η επιλογή των ηθοποιών δείχνει να είναι η καταλληλότερη, ενώ και η καθοδήγησή τους από τον σκηνοθέτη φαίνεται να λειτούργησε σωστά. Όπως, άλλωστε, είχε δηλώσει και ο ίδιος ο σκηνοθέτης, ενώ με καμία από τις ταινίες του δεν ήταν ικανοποιημένος όταν τις έβλεπε ολοκληρωμένες, με το Match Point δε συνέβη αυτό. Όλα ήταν ιδανικά και η τύχη με το μέρος τους – ακόμα και οι καιρικές συνθήκες για τις εξωτερικές σκηνές που έπρεπε να γυριστούν.

Η υπόθεση περιστρέφεται γύρω από τον Κρις Γουίλτον (Τζόναθαν Ρις Μέγιερς) , έναν νεαρό δάσκαλο του τένις που αγαπά, παρεμπιπτόντως, την όπερα και τον Ντοστογιέφσκι. Ύστερα από διάφορες συγκυρίες, καταφέρνει να εισέλθει στην υψηλή κοινωνία της Αγγλίας αφού παντρεύεται την κόρη μίας εύπορης οικογένειας και βρίσκει, ταυτοχρόνως, μια κερδοφόρα δουλειά στην εταιρεία που διευθύνει ο πατέρας της. Τα προβλήματα αρχίζουν όταν γνωρίζεται με την μνηστή, για ορισμένο καιρό, του αδερφού της γυναίκας του, που ερμηνεύει η Σκάρλετ Γιόχανσον. Σύντομα θα ξεκινήσει μια παθιασμένη σχέση ανάμεσά τους που γρήγορα θα οδηγηθεί σε αδιέξοδο. Το τέλος θα είναι κάτι παραπάνω από τραγικό.

Πρόκειται για μια ταινία με εξαιρετικό, καταρχήν, πρόλογο που θέτει αμέσως ένα από τα βασικά ζητήματα με τα οποία πρόκειται να καταπιαστεί το φιλμ: τη τύχη και τη σπουδαιότητα του ρόλου που τελικά διαδραματίζει στη ζωή μας. Στην πορεία της ταινίας, o Allen φροντίζει να ειρωνευτεί με διακριτικότητα την υψηλή κοινωνία της Βρετανίας με τους δευτερεύοντες ήρωες να είναι φανερά ανασφαλείς κι εγκλωβισμένοι σε μιαν ασφαλή ζωή και ο Μέγιερς κατορθώνει να χτίσει σιγά-σιγά έναν απολύτως τραγικό ήρωα που θα μπορούσε να έχει βγει από κάποιο έργο όπερας. Όσο για τη Γιόχανσον, αποτέλεσε την μούσα που ο Woody Allen είχε πρωτοανακαλύψει εκείνη την εποχή – είχε πει μάλιστα για εκείνη πως στην ταινία δεν απέπνεε τίποτα άλλο, πέρα από ερωτισμό, στυλ, σεξουαλικότητα και θηλυκότητα. Αργότερα έπαιξε και σε άλλες ταινίες του δημιουργού, όπως το κωμικό “Scoop” (2006) και το τολμηρό “Vicky Cristina Barcelona” (2008).

Το φινάλε είναι πανέξυπνο, ωστόσο η κάθαρση, που τόσο έντονα αποζητείται από ένα σημείο και μετά από τον θεατή, δεν υπάρχει. Εξάλλου, για το λόγο αυτό ο Άλεν κατηγορήθηκε για μια εξαιρετικά αμοραλιστική θεώρηση των πραγμάτων. Από την άλλη, αν κανείς το καλοσκεφτεί, ο κεντρικός ήρωας είναι ήδη νεκρός μέσα του – από τη στιγμή που, λόγω των επιλογών του, μένει εγκλωβισμένος σε μιαν ανιαρή ζωή και δεν μαθαίνει ποτέ πως θα εξελισσόταν η ζωή που είχε την ευκαιρία να ζήσει. Εκείνο που αξίζει να παρατηρήσει ο θεατής σε σχέση με το φινάλε, είναι το πώς η τύχη καταφέρνει να ανατρέψει τα πάντα – κυριολεκτικά το τελευταίο λεπτό.  Στα ωραία σημεία, η εμφάνιση ενός αστυνομικού που θυμίζει τους αρχαίους μάντεις και το γεγονός, πως ο Κρις δε γλύτωσε τη τιμωρία επειδή διέπραξε το τέλειο έγκλημα, αλλά απλά και μόνο, επειδή ήταν τυχερός.

Μια φωτογραφία που θα την καταλάβουν μόνο όσοι έχουν δει τη ταινία… γι’αυτό να τη δείτε!

Σε γενικές γραμμές…

Κατά την προσωπική μου εκτίμηση, το Match Point θυμίζει  αρκετά μια πολύ καλή, παλαιότερη ταινία του Άλεν, το «Απιστίες & Αμαρτίες» (1990), όπου θίγεται επίσης, τόσο το ζήτημα της ηθικής, όσο κι εκείνο των προσωπικών επιλογών – πρωταγωνιστούσε ο πρόσφατα χαμένος, Μάρτιν Λαντάου. Οι “εξωτερικές” επιρροές στο Match Point είναι πολλές, όπως και σε κάθε ταινία του Allen. Χωρίς να γίνεται επιτηδευμένα ή με τη διάθεση κάποιας μνείας (μάλλον πρόκειται απλώς για βαθιά επίδραση), η χρήση της κάμερας σε ορισμένες σκηνές θυμίζει αρκετά τη σκηνοθεσία του Μπέργκμαν, ενώ το χτίσιμο της πλοκής παραπέμπει αρκετά στον Χίτσκοκ. Ακόμη, σε ό,τι αφορά τον τρόπο εξέλιξης της υπόθεσης υπάρχει μία ξεκάθαρη επίδραση της αρχαίας τραγωδίας (γίνονται μάλιστα αναφορές στον Σοφοκλή από τον κεντρικό ήρωα της ταινίας, αλλά και του ιδανικού της αρχαιοελληνικής ομορφιάς), καθώς και του Ντοστογιέφσκι (σε μία από τις πρώτες σκηνές, μάλιστα, βλέπουμε τον πρωταγωνιστή να διαβάζει, μάλλον προφητικά, το «Έγκλημα και Τιμωρία».)

Αν αξίζει να τη δείτε;
Κατά τη γνώμη μου, σίγουρα!
Μια ταινία με ένα τέλος που δε γίνεται να ξεχαστεί, αλλά που σου γεννά την επιθυμία να τη δεις ξανά και ξανά.

Ως την επόμενη φορά…
να είστε καλά!

Exit mobile version