Site icon artville.

Lost In Translation/Χαμενοι Στην Μεταφραση (2003)

Advertisements

Επιστροφή με νέα ανάρτηση για τη στήλη του Κινηματογράφου έπειτα από σύντομη απουσία λόγω έλλειψης χρόνου.

Σήμερα, λοιπόν, γράφω για μια ταινία που ήθελα από καιρό να παρακολουθήσω και εν τέλει το κατάφερα, έπειτα και από την έντονη επιμονή ενός στενού μου φίλου. Ο λόγος για το “Lost Ιn Translation” (ελληνικός τίτλος: «Χαμένοι στη μετάφραση») σε σενάριο και σκηνοθεσία Sofia Coppola και με πρωταγωνιστές τον διάσημο κωμικό Bill Murray -σ’έναν από τους πιο ιδιαίτερους ομολογουμένως ρόλους της καριέρας του- και την εκθαμβωτική Scarlett Johansson.
H ταινία έκανε πρεμιέρα στο Telluride Film Festival στις 29 Αυγούστου 2003, ενώ δύο μέρες αργότερα προβλήθηκε στο Φεστιβάλ των Καννών  Αρχικά, παίχτηκε  σε λίγους και επιλεγμένους κινηματογράφους για να ακολουθήσει στη συνέχεια η ευρεία προβολή της που έμελλε και να την καθιερώσει στην ιστορία του κινηματογράφου.
Σε γενικές γραμμές, απέσπασε θετικές κριτικές με τους περισσότερους να κάνουν λόγο για μια «γλυκόπικρη, ρομαντική ιστορία».
Η ταινία κατάφερε να κερδίσει το Όσκαρ Καλύτερου Πρωτότυπου Σεναρίου, ενώ είχε προταθεί και για τρία ακόμα: Α’ Ανδρικού Ρόλου / Καλύτερης Σκηνοθεσίας / Καλύτερης Ταινίας. Συνολικά, κέρδισε άλλα 70 βραβεία κι είχε άλλες 59 υποψηφιότητες στο ενεργητικό της.

Υπόθεση:
Η ταινία διαδραματίζεται εξ ολοκλήρου στο χαοτικό και υπερσύγχρονο Τόκυο, όπου καταφθάνει ο Bob Harris (Bill Murray) ένας καταξιωμένος ηθοποιός στη δύση της καριέρας του, προκειμένου να γυρίσει ένα διαφημιστικό. O Harris, ο οποίος είναι παντρεμένος εδώ και 25 χρόνια κι έχει παιδιά, ταλανίζεται από μία βαθιά κρίση μέσης ηλικίας, με αποτέλεσμα να μη βρίσκει ουσία σε τίποτα. Στο ίδιο ξενοδοχείο διαμένει και η 25χρονη Charlotte, παντρεμένη προ διετίας, η οποία βρίσκεται στην πόλη με το σύζυγο της, ο οποίος είναι φωτογράφος και απουσιάζει όλη την ημέρα εξ αιτίας των επαγγελματικών του υποχρεώσεων. Η κοπέλα μένει πολλές ώρες μόνη της μες την μέρα κι έτσι, περιφερόμενη στο μπαρ του ξενοδοχείου τυχαίνει να γνωρίσει τον ηθοποιό. Περιπλανιούνται στην πόλη και ανακαλύπτουν μαζί το εξωτικό Τόκυο, παρόλο που δεν έχουν ιδέα από την ιαπωνική γλώσσα ή κουλτούρα. Φαίνεται πως κάνουν ιδανική συντροφιά ο ένας στον άλλο, με τον Bob να αναζητά λίγη ένταση που θα μπορούσε να σπάσει την απελπιστική μονοτονία των τελευταίων χρόνων και τη Charlotte να προσπαθεί να ανακαλύψει το δρόμο της σε μια κομβική στιγμή της ζωής της (έχει προηγηθεί μόλις τον περασμένο χρόνο η αποφοίτησή της από το Κολέγιο). Ουσιαστικά, από την μία έχουμε τον Bob που γυρεύει κυρίως συζήτηση και κατανόηση και από την άλλη, τη Charlotte που ψάχνει για προσοχή, διασκέδαση και γέλιο. Τους βλέπουμε να μοιράζονται προβληματισμούς και απόψεις και όταν πια το ταξίδι στο Τόκυο αρχίζει να φτάνει στο τέλος του, η μεταξύ τους ένταση κορυφώνεται – με την ελπίδα, ωστόσο, του μέλλοντος να ανανεώνεται.  Καθ’όλη τη διάρκεια της ταινίας η υπολανθάνουσα ερωτική ιστορία που εξελίσσεται μεταξύ τους καταφέρνει να παραμείνει σε υψηλά επίπεδα ρομαντισμού – μια ιστορία που ίσως στα χέρια άλλων κινηματογραφιστών να έχανε πολλά από την μαγεία και την μοναδικότητά της.
Οπωσδήποτε μιλάμε για μια κινηματογραφική απόπειρα που σκιαγραφεί τόσο τα συναισθήματα, όσο και τις ανθρώπινες σχέσεις – θίγει καίρια ζητήματα, όπως η μοναξιά, τα αδιέξοδα ενός γάμου, οι απογοητεύσεις, τα χρόνια που φεύγουν, το ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει ή όχι ο έρωτας. Το γεγονός της συνάντησης δύο ανθρώπων που μπορούν να καταλάβουν και να συμπονέσουν απόλυτα ο ένας τον άλλο σε ένα μέρος τόσο απροσδόκητο παραμένει γοητευτικό μέχρι και το τέλος της ταινίας – ένα τέλος που σου επιτρέπει να σκεφτείς ότι ίσως να ακολουθήσουν και άλλα πράγματα μεταξύ αυτών των δύο.
Τελικά, μιλάμε για μια ταινία που για άλλους αποτελεί ύμνο στην αποξένωση και για άλλους ύμνο στον απόλυτο έρωτα. Η επιλογή βρίσκεται στην άποψη του εκάστοτε θεατή…

Συμπληρωματικά:
Ο Murray ήταν πραγματικά καταπληκτικός – με τις σωστές δόσεις κωμικού και δραματικού στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του, ακόμα και στις εκφράσεις του προσώπου του. Ο ίδιος, μάλιστα, αργότερα εξομολογήθηκε πως ο ρόλος του Bob υπήρξε ο αγαπημένος της καριέρας του.
Σημειωτέον, πως ορισμένοι από τους διαλόγους που εκτυλίσσονται μεταξύ των πρωταγωνιστών, οφείλονται σε αυτοσχεδιασμούς του Murray.
Η Coppola εμπνεύστηκε τη ταινία από την αγάπη της για το Τόκυο και τον θαυμασμό της για τον Murray, τον οποίο και κυνήγησε σθεναρά μέχρι να τον πείσει να πρωταγωνιστήσει, ενώ και το ουίσκι που διαφημίζει ο Harris (το Suntory), ήταν το ίδιο με αυτό που διαφήμισε ο πατέρας της (ο διάσημος Francis Coppola) κατά τη δεκαετία του ’70 με τον Kurosawa.


Mιλάμε, λοιπόν, για μια ταινία που στοχεύει στα εσωτερικά συναισθήματα του θεατή και όχι στο να προκαλέσει στιγμιαία συγκίνηση με ακραίες δραματικές εξάρσεις. Η Coppola χρησιμοποιεί το Τόκυο για να αναδείξει τις απρόσωπες σχέσεις που αναπτύσσονται στις μεγαλουπόλεις και το ειδύλλιο μεταξύ της πανέμορφης Charlotte και του ιδιαίτερου Harris μαζί με τα στιγμιότυπα μιας πικρής κομεντί  αρκούν για να απογειώσουν τη ταινία και να την αναδείξουν σε μία από τις κορυφαίες της περασμένης δεκαετίας…

Exit mobile version