Site icon artville.

Eternal Sunshine of the Spotless Mind/ Η Αιωνια Λιακαδα ενος Καθαρου Μυαλου (2004)

Advertisements


Δε ξέρω αν πληγωθήκατε ποτέ τόσο πολύ από κάποιον έρωτα που τέλειωσε, ώστε να ευχηθήκατε να υπήρχε η δυνατότητα να διαγράψετε τελείως από την μνήμη σας κάθε ανάμνηση απ’αυτόν. Να μπορούσατε δηλαδή να ξεχάσετε την πρώτη συνάντηση, τις κοινές στιγμές (όμορφες και άσχημες), το χωρισμό σας. Κι όμως… ακόμα και αν το καταφέρνατε, ποιος θα μπορούσε να σας εγγυηθεί ότι δε θα ερωτευόσασταν με την πρώτη ευκαιρία ξανά το ίδιο άτομο; Και τελικά, η αγάπη είναι όντως ζήτημα αναμνήσεων; Κι αν το μυαλό μπορεί να ξεχάσει, η καρδιά κατά πόσο μπορεί; Αυτά ακριβώς τα θέματα πραγματεύεται μία από τις δημοφιλέστερες ταινίες της περασμένης δεκαετίας. Ο λόγος για την «αιώνια λιακάδα ενός καθαρού μυαλού», μια ιδιαίτερη ταινία παραγωγής 2004,  παράξενα γοητευτική, γεμάτη από ανησυχίες και φιλοσοφικούς προβληματισμούς. Το σενάριο θα μπορούσε να περιγράφει τη σχέση ενός οποιουδήποτε ζευγαριού και να είναι εξαιρετικά κοινότοπο… αν δεν επενέβαινε τόσο έντονα το στοιχείο της επιστημονικής φαντασίας.

Η ταινία είναι σε σενάριο Charlie Kaufman και σκηνοθεσία Michel Gondry – στη δεύτερη συνεργασία τους. Το σενάριο κινείται απολύτως στα γούστα, την πρωτοτυπία και τον ιδιαίτερο συγγραφικό τρόπο του Kaufman, αν θυμηθεί κανείς και παλαιότερες δουλειές του όπως: Being John Malkovich (Στο μυαλό του Τζον Μάλκοβιτς), Human Nature (Ανθρώπινη Φύση), Adaptation. Ωστόσο, ο σεναριογράφος δεν πέφτει σε μανιέρα και στην πραγματικότητα πρόκειται για το πιο μεστό και προσεγμένο σενάριό του.  Ο πρωτότυπος τίτλος της ταινίας (Eternal Sunshine of the Spotless Mind) είναι δανεισμένος από το ποίημα του Alexander Pope, Eloisa to Abelard, στο οποίο η ηρωίδα Eloisa καταφέρνει να βρει τη γαλήνη, μόνο όταν βρίσκει τη δύναμη να ξεχάσει τον αγαπημένο της. Το φιλμ έκανε πρεμιέρα στις αμερικανικές αίθουσες στις 19 Μαρτίου 2004 και στις ελληνικές στις 23 Απριλίου του ίδιου έτους, σημειώνοντας μεγάλη επιτυχία.

Υπόθεση:
O Joel σοκαρισμένος ανακαλύπτει πως η πρώην του αγαπημένη, Clementine αποφάσισε να διαγράψει από την μνήμη της τόσο τον ίδιο, όσο και την πολυτάραχη σχέση τους που διήρκεσε περίπου δύο χρόνια με τη βοήθεια της ψυχιατρικής εταιρείας, Lacuna Inc. Ο άνδρας συντετριμμένος κι εν βρασμώ ψυχής αποφασίζει να κάνει και αυτός το ίδιο. Ωστόσο, ατά τη διάρκεια της διαδικασίας κι ενώ βρίσκεται σε κατάσταση ύπνωσης, το μετανιώνει και αποφασίζει πως δε θέλει να ξεχάσει τίποτα από την κοινή τους ζωή. Παράλληλα, ξετυλίγονται οι ζωές του ιατρικού προσωπικού της εταιρείας, ενώ ο Joel αρχίζει έναν αγώνα απέναντι στην επιστήμη για να προστατεύσει τις αναμνήσεις του και ταυτοχρόνως την αγάπη, που ακόμα τρέφει για την Clementine.

Τεχνικά:
Η ταινία είναι καλογυρισμένη και κινείται έντονα μεταξύ ρεαλισμού και σουρεαλισμού. Η αφήγηση δεν είναι γραμμική· αντιθέτως, ξεκινάει από το παρόν της λήθης, περνά απότομα στο παρελθόν και τα γεγονότα αρχίζουν να διαδραματίζονται από το τέλος προς την αρχή τους με εικόνες που συμβαίνουν άλλοτε στην πραγματικότητα κι άλλοτε στο μυαλό του Joel, όπου κι εκτυλίσσεται το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας. Η Clementine δεν παρουσιάζεται ως καρικατούρα στα παιχνίδια του μυαλού του πρώην αγαπημένου της, αλλά καταφέρνει να διασώσει την προσωπικότητά της και να αποκαλύψει μερικές από τις καλύτερες πτυχές της. Πάντως, ένας τέτοιος τρόπος αφήγησης θα μπορούσε εύκολα να μπερδέψει το θεατή, ωστόσο το καλοστημένο σενάριο καλύπτει τα κενά και δεν αφήνει χώρο για απορίες. Ως προς αυτό, βοηθά σημαντικά τη σκηνοθεσία η συχνή αλλαγή του χρώματος των μαλλιών της Clementine, χαρακτηριστικό στοιχείο της ταινίας αλλά και του ‘’τρελού’’ χαρακτήρα της ηρωίδας, καθώς έτσι ξεδιαλύνονται τα χρονικά επίπεδα της αφήγησης.

Άλλο αξιοσημείωτο στοιχείο της σκηνοθεσίας είναι τα οπτικά εφέ που χρησιμοποιούνται για να αποδώσουν τη σάρωση και καταστροφή της μνήμης του Joel κατά τη διάρκεια της ιατρικής διαδικασίας. Έτσι, από την οθόνη περνούν θαμπές εικόνες, αλλοιωμένα πρόσωπα, σκηνικά που γκρεμίζονται, θολά πλάνα, ακαθόριστοι ήχοι. Στη σωστή αποτύπωση όλων αυτών βοηθούν σημαντικά η εξαιρετική φωτογραφία και το άψογο μοντάζ.

Ηθοποιοί:
Το πρωταγωνιστικό ζευγάρι, σε μια πρώτη ανάλυση, ξενίζει. Μιλάμε για τον Jim Carrey και την Kate Winslet. Κι όμως· όσο αταίριαστοι μάς φαίνονται στην πρώτη σκηνή της ταινίας, τόσο δε γίνεται να φανταστούμε άλλους ηθοποιούς στους συγκεκριμένους ρόλους στο τέλος της. Οι δυο τους αναπτύσσουν μια παράξενη και άκρως ελκυστική χημεία.
O Jim Carrey στο σοβαρότερο, κατά πάσα πιθανότητα, ρόλο της καριέρας του, μας εκπλήσσει ευχάριστα ξετυλίγοντας το ταλέντο του και χωρίς να καταφεύγει στις γνωστές εκφραστικές του υπερβολές. Καταφέρνει να ερμηνεύσει απολύτως ισορροπημένα τον ήρεμο, εσωστρεφή και λιγομίλητο Joel παίζοντας σωστά ανάμεσα στην κωμωδία και το δράμα και πείθει επιτέλους για τις υποκριτικές του ικανότητες, ακόμα και τους πιο δύσπιστους από τους θεατές. Προσωπικά, δε θα κρύψω ότι αυτή η ταινία υπήρξε και για μένα η αφορμή να εκτιμήσω τον Carrey.
Από την άλλη, η Kate Winslet ξεφεύγει επίσης με αυτό το ρόλο από τα τετριμμένα και τους ρόλους εποχής και εκπλήσσει ευχάριστα ερμηνεύοντας τον ακραίο χαρακτήρα της σύγχρονης και χειμαρρώδους Clementine. Ταυτίζεται τόσο με το χαρακτήρα που υποδύεται, που καταφέρνει να εξωτερικεύσει με απόλυτη φυσικότητα κάθε συναίσθημα, ανασφάλεια, φοβία του χαρακτήρα της.
Με απλά λόγια, τα ετερώνυμα έλκονται. Ή, όπως σωστότερα επισήμανε ο Carrey σε σχετική συνέντευξή του, η Clementine αντιπροσωπεύει την άγρια πλευρά του Joel – την πλευρά που εκείνος δεν έχει τα κότσια να δείξει.
Το δευτερεύον cast είναι επίσης εξαιρετικό και πλαισιώνεται από τους: Kirsten Dunst, Elijah Wood, Mark Ruffalo, Tom Wilkinson.

Ο προϋπολογισμός της ταινίας ανήλθε στα 20 εκατομμύρια δολάρια, οι συνολικές της εισπράξεις στην Αμερική υπολογίζονται στα 34,4 εκατομμύρια δολάρια, ενώ στον υπόλοιπο κόσμο στα 37,8, κερδίζοντας συνολικά 72,2 εκατομμύρια δολάρια ανά τον κόσμο.

Τέλος, η ταινία κέρδισε το Όσκαρ Καλύτερου Σεναρίου το 2005, ενώ η K. Winslet ήταν υποψήφια για το Όσκαρ Α’ Γυναικείου Ρόλου. Επίσης, η ταινία ήταν υποψήφια για 4 χρυσές σφαίρες και 5 βραβεία BAFTA, από τα οποία κέρδισε δύο – του καλύτερου σεναρίου και του καλύτερου μοντάζ.

Αν δεν την έχετε δει ως τώρα, ίσως να διστάζετε να το κάνετε, όπως δίσταζα κι εγώ. Ίσως το σενάριο να σας ακούγεται εξωπραγματικό ή να σας φαίνεται ανούσιο. Ωστόσο, πρέπει σίγουρα να δώσετε μια ευκαιρία στη συγκεκριμένη ταινία.

Το νόημα της ταινίας αποτυπώνεται καταπληκτικά στην κριτική της εφημερίδας The A.V. Club: «Πρόκειται για μία σπάνια ταινία που μας δείχνει ποιοι στα αλήθεια είμαστε και ποιοι, κατά πάσα πιθανότητα, ευτυχώς ή δυστυχώς, θα είμαστε για πάντα.»

Στα θετικά, και η μουσική της ταινίας με αποκορύφωμα το soundtrack. Όλοι θα μάθουν κάποτε ή αλλιώς, Everybodys gotta learn sometime, σε ερμηνεία του Beck. Το τραγούδι κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1980 από τους Korgis και από τότε γνώρισε διάφορες επανεκτελέσεις.

Για να είμαστε ειλικρινείς, ίσως να μην υπάρχει καλύτερο τραγούδι για τη συγκεκριμένη ταινία.

Exit mobile version