Το 1997 βγαίνει στις κινηματογραφικές αίθουσες το «Deconstructing Harry» σε σενάριο και σκηνοθεσία Woody Allen και με πρωταγωνιστή τον ίδιο. Ο τίτλος, καταρχάς, δίνει λίγο-πολύ το γενικό νόημα στον θεατή, σχετικά με το τι πρόκειται να παρακολουθήσει. Στην Ελλάδα, η ταινία τιτλοφορήθηκε ως «Διαλύοντας τον Χάρυ», που ουσιαστικά έχει τη σημασία του αναλύοντας και εξηγώντας τον βασικό ήρωα. Βέβαια, ίσως μια σωστότερη μετάφραση του ρήματος θα ήταν ‘’αποδομώντας’’. Μια τέτοια ερμηνεία θα μπορούσε να μας παραπέμψει στην έννοια της αποδόμησης του Ντεριντά ή στη χρήση του όρου ως εργαλείο κριτικής ενός έργου, είτε λογοτεχνικού, είτε κινηματογραφικού.
Η υπόθεση εστιάζει σε έναν επιτυχημένο και διάσημο συγγραφέα, τον Χάρυ Μπλοκ (Woody Allen) , ο οποίος ωστόσο βρίσκεται εν μέσω μίας τεράστιας προσωπικής, αλλά και καλλιτεχνικής κρίσης. Από την μία, η άλλοτε αγαπημένη του τον άφησε και ετοιμάζεται να παντρευτεί έναν παλιό του φίλο και από την άλλη, ο Χάρυ για πρώτη φορά στη ζωή του βρίσκεται χωρίς έμπνευση και ανίκανος να εκφραστεί μέσω της τέχνης του. Εν τω μεταξύ, το παλιό του κολλέγιο, από το οποίο και είχε αποβληθεί, διοργανώνει μία εκδήλωση, προκειμένου να τιμήσει τον συγγραφέα για το έργο της ζωής του. Ο Χάρυ προσπαθώντας να βρει φίλους να τον συνοδέψουν στο γεγονός διαπιστώνει πως σχεδόν όλοι είναι θυμωμένοι μαζί του, λόγω του τρόπου με τον οποίο έχει παρουσιάσει τους ίδιους, τις ζωές και τα μυστικά τους στα βιβλία του. Εν τέλει, ξεκινά να πάει στο κολλέγιο με έναν παλιό του φίλο, το γιο του -που έχει προηγουμένως απαγάγει- και μια πόρνη. Κατά τη διάρκεια αυτού του ταξιδιού, παρακολουθούμε τον εσωτερικό μονόλογο ενός ήρωα σε κρίση και βγαίνουν έτσι στο προσκήνιο οι σκοτεινές πτυχές του χαρακτήρα του, οι εμμονές του και η κακή σχέση του με τους ανθρώπους γύρω του.
Σ’αυτή τη ταινία ο Γούντι Άλεν βρίσκεται, αν μη τι άλλο, στο στοιχείο του και παίζει με απόλυτη επιτυχία έναν νευρωτικό και σεξομανή συγγραφέα, με δόσεις εσωτερικευμένου μισογυνισμού που λειτουργεί καλύτερα με τις γυναίκες του αγοραίου έρωτα παρά με τις συζύγους και τις σχέσεις του, καταπίνει δίχως σταματημό χάπια με αλκοόλ και αντιμετωπίζει μάλλον με ειρωνεία τον εβραϊσμό, παρά το γεγονός ότι είναι και ο ίδιος εβραίος. Πολλοί ισχυρίστηκαν πως η ταινία θα μπορούσε ως κάποιο σημείο να είναι η αυτοβιογραφία του Γούντι Άλεν, πράγμα που θα ταίριαζε, βάσει όσων γνωρίζουμε κι εμείς για τη ζωή του, αλλά ο ίδιος το αρνήθηκε.
Ο Άλεν για άλλη μια φορά αντλεί έμπνευση από τους αγαπημένους του: τον Φελίνι με τις «8 ½ εβδομάδες» και ιδίως τον Μπέργκμαν με τις «Άγριες Φράουλες». Ειδικότερα, στις «Άγριες Φράουλες» παρακολουθούμε την πορεία ενός καθηγητή που σε ένα του ταξίδι προς την πόλη που γεννήθηκε, κάνει μια ανασκόπηση της ζωής και του παρελθόντος του, ενώ οι δύο ήρωες έχουν και το ίδιο επίθετο. Βέβαια, στην περίπτωση του Άλεν το ‘’Block’’ αποτελεί κι ένα χαριτωμένο λογοπαίγνιο καθώς παραπέμπει στο ‘’writer’s block’’ , δηλαδή στην έλλειψη έμπνευσης από την οποία υποφέρει ο κεντρικός ήρωας.
Η αφήγηση της ταινίας δεν είναι γραμμική. Παρεμβάλλονται πολλά φλας-μπακ και η πραγματικότητα εμπλέκεται συνεχώς με τη φαντασία, κάνοντας μας έτσι να θυμηθούμε λιγάκι την αρκετά προγενέστερη ”Annie Hall”. H ταινία χαρακτηρίζεται οπωσδήποτε από υψηλές δόσεις σουρεαλισμού. Ο συγγραφέας προσπαθώντας να ξετυλίξει το νήμα της ζωής του και να βρει κάποια ανακούφιση, καθώς και απαλλαγή από το συγγραφικό του μπλοκάρισμα, συνδιαλέγεται σε σκηνές άκρως συμβολικές με τους χαρακτήρες των βιβλίων του που του δείχνουν τα κακώς κείμενα της ζωής του. Παρά τις συνεχείς παρεμβολές και το γεγονός ότι εμφανίζονται περίπου 80 ομιλούντες ρόλοι, (για παράδειγμα, η Kirstie Alley παίζει μία από τις συζύγους του Χάρυ και η Demi Moore τον αντίστοιχο χαρακτήρα, όπως αυτός εμφανίζεται σε ένα από τα βιβλία του συγγραφέα κ.ο.κ.) η ταινία χαρακτηρίζεται από τέτοια διαύγεια, ώστε ο θεατής δεν μπερδεύεται καθόλου.
Σε γενικές γραμμές, η ταινία είναι μουσικά ντυμένη με τις χαρακτηριστικές jazz επιλογές του σκηνοθέτη και εκπλήσσει για την αθυροστομία της, καθώς και την απεικόνιση ορισμένων σεξουαλικών σκηνών, καθώς ο Γούντι Άλεν δεν έχει συνηθίσει σε τέτοια τους θαυμαστές του. Βέβαια, έχει προηγηθεί η “Mighty Aphrodite’’ («Σκεπτόμενη Αφροδίτη») το 1995, που μαζί με το “Deconstructing Harry” αποτελούν τις πιο αθυρόστομες αλλά και μάλλον τις περισσότερο αξιόλογες ταινίες του καλλιτέχνη για την μέτρια, κατά τα άλλα, δεκαετία του 1990.
*H καλύτερη σκηνή της ταινίας είναι η –συμβολική- κατάβαση του ήρωα, απογυμνωμένου από καλύψεις και άλλα συγγραφικά τρικ, στην κόλαση, όπου μεταξύ άλλων βρίσκονται οι άνθρωποι των Μ.Μ.Ε, οι δικηγόροι που βγαίνουν στα παράθυρα, αλλά και ο πατέρας του.
Τελικά, ο Γούντι Άλεν καταφέρνει για άλλη μια φορά να δημιουργήσει μια καυστική και έξυπνη κωμωδία μέσα από έναν χαρακτήρα κτισμένο με μία γνωστή συνταγή: γεμάτος από νευρώσεις και ιδιοτροπίες και με τη χρήση του χιούμορ σαν άμυνα απέναντι στους άλλους, αλλά και απέναντι στον εαυτό του. Πρόκειται πάντως για έναν τραγικό ήρωα, που αν δεν έμπλεκε σε τόσο σουρεαλιστικές καταστάσεις, δεν είναι σίγουρο ότι θα προκαλούσε το γέλιο και όχι το κλάμα. Kι όμως, όχι μόνο είναι μια από τις πιο αστείες ταινίες του Άλεν, αλλά δίνει και την εντύπωση ότι βάζει τελικά τον εαυτό του στο στόχαστρο και του επιτίθεται δριμύτατα για να φτάσει όχι τελικά στην κάθαρση ή σε κάποια λύση, απλώς στη συμφιλίωση με τον εαυτό του και με το γεγονός ότι είναι ανίκανος για τη ζωή, αλλά χρήσιμος για τη τέχνη.
Παίζουν, μεταξύ άλλων, οι: Τζούντυ Ντέιβις, Μπίλυ Κρίσταλ, Ρόμπιν Ουίλιαμς, Ελίζαμπεθ Σου, Τόμπι Μαγκουάιρ, Τζένιφερ Γκάρνερ, Μάριελ Χεμινγουέϊ (άλλοτε μούσα του Άλεν, που τη γνωρίσαμε ως 17χρονη Tracy στο ”Manhattan”)