Site icon artville.

Η εμπειρία του lockdown

Advertisements

Το να βγεις έξω, την σήμερον ημέραν, δεν είναι μια απλή υπόθεση, όπως ήταν κάποτε. Πλέον μοιάζει με δρόμο μετ’εμπoδίων, με άθλο του Ηρακλή – και συγκεκριμένα με τον δεύτερο: τη Λερναία Ύδρα. Αρχίζεις να ετοιμάζεσαι, Τελειώνεις μ’ένα πράγμα και εμφανίζονται άλλα δύο που πρέπει να κάνεις. Διότι τώρα πρέπει να φοράς μάσκα και γάντια, να αντιμετωπίζεις κάθε φορά το περίφημο δίλημμα του αντισηπτικού (Υγρό ή μαντηλάκια; Να πάρω το καθαρό οινόπνευμα να τελειώνω; Τελικά, τα κουβαλάς και τα δύο.), να στείλεις sms για να πάρεις άδεια εξόδου και πάντοτε ελέγχοντας την ώρα. Δε θέλεις να’χει περάσει από 9 το βράδυ, ω, πίστεψέ με, δεν το θες. Στο μεταξύ, προσωπικά είχα να στείλω sms από τα 14. Περιήλθα σε κατάσταση σοκ. Υπάρχει ακόμα το Τ9; Οι φατσούλες; Και βέβαια, όλα κεφαλαία, γιατί έχουμε και τα νεύρα μας.

Τώρα που’ναι χειμώνας, η κατάσταση είναι ακόμα χειρότερη. Πέραν των προστατευτικών μέτρων, χρειαζόμαστε κι ένα κάρο τσουμπλέκια για το κρύο: μπουφάν, κασκόλ, σκουφιά, μάλλινα γάντια πάνω απ’τα πλαστικά, παγοπέδιλα και τα συναφή. Τα πράγματα είναι πλέον τραγικά.

Γενικώς, βγαίνουμε έξω για τα βασικά, όχι πως έχουμε και πολλές επιλογές: ψώνια, δουλειά, γραφειοκρατικά, ιατρικά και όταν ο σκύλος μας αρχίζει να περνάει υπαρξιακό επιπέδου Μπέργκμαν. Βέβαια, ανά φάσεις διακατεχόμαστε από ορισμένες αναλαμπές πως δεν πρέπει να’ναι αυτή η ζωή του ανθρώπου: μόνο φαΐ & δουλειά. Μπουχτίζουμε και θυμόμαστε πως μια ζωή την έχουμε. Έτσι, κάποιες φορές το ρίχνουμε λιγάκι έξω. Ο τρόπος είναι απλός: στέλνουμε 6 και παίρνουμε τους δρόμους. Εδώ να σας πω, πως αν ζείτε σε καμιά μεγάλη πόλη, είστε τυχεροί, διότι έχετε επιλογές για τη βόλτα σας. Υποθέτω πως είναι ωραίο να λες, α σήμερα θα πάω στο Χ μέρος γιατί δεν έχω ξαναπάει και μου’χουν πει πως είναι ωραία. Αν πάλι μένετε σε καμιά μικρή, τότε κατά πάσα πιθανότητα βαδίζετε πάνω-κάτω στους ίδιους δρόμους, κάθε μέρα, λες και σας έχουν βάλει τιμωρία.

Πηγή φωτογραφίας: washingtonpost.com

Στέλνω κι εγώ τακτικώς το 6, πότε μόνη μου, πότε με κάναν φίλο. Στους περιπάτους μου συναντώ διάφορους ομοιοπαθούντες. Κοιταζόμαστε και άμα νιώθουμε, καμιά φορά, κοινωνικοί, χαιρετιόμαστε κιόλας. Οι περισσότεροι κυκλοφορούμε με τα ακουστικά στ’αυτιά σαν να περνάμε δεύτερη εφηβεία ή ίσως, απλώς, να επιμένουμε στην παράταση της πρώτης.

Αν βγαίνεις μετά τη δύση του ηλίου, θα το’χεις παρατηρήσει πως η ατμόσφαιρα φέρνει λίγο σε γοτθικό μυθιστόρημα του 19ου αιώνα. Δρόμοι υγροί και σκοτεινοί, μακρινοί θόρυβοι που δε δύνασαι να προσδιορίσεις, πουλιά που κρώζουν πάνω απ’το κεφάλι σου, αδέσποτα που ενίοτε δεν σε γουστάρουν, ογκώδεις, ακατάληπτες φιγούρες των οποίων τα χαρακτηριστικά προσδιορίζεις μόνο όταν σε πλησιάσουν.

Τα μαγαζιά, οι καφετέριες, τα εστιατόρια (βασικά το άπαν σύμπαν πλην ελαχίστων εξαιρέσεων) είναι κλειστά και αυτό είναι που, βασικά, ενισχύει το απόκοσμο κλίμα στο οποίο κυριαρχεί το συναίσθημα της θλίψης. Για να ξεπεράσουμε τη φάση κι επειδή, γενικότερα, έχουμε ένα πρόβλημα στη διαχείριση των αρνητικών συναισθημάτων, το’χουμε ρίξει στα υποκατάστατα. Φαγητό απ’έξω, καφέδες στο χέρι, διαδικτυακά ψώνια, βόλτες δίχως προορισμό, βιντεοκλήσεις, μασκοφορεμένες συζητήσεις. Και περιμένουμε την έλευση της κανονικότητας.

Το ένα οδηγεί στο άλλο κι ενός κακού μύρια έπονται, γι’αυτό και η κλεισούρα μάς έχει θολώσει τον εγκέφαλο. Αν παρατηρήσεις λιγάκι τον κόσμο τριγύρω ή και τον εαυτό σου, θα συνειδητοποιήσεις τις επιπτώσεις. Λίγο η κλεισούρα, λίγο η αλόγιστη χρήση του διαδικτύου, λίγο οι σειρές του Netflix, λίγο οι μαραθώνιοι ταινιών, λίγο τα γραπτά μηνύματα και ιδού τ’αποτελέσματα. Οι επικοινωνιακές μας δεξιότητες, ανέκαθεν αμφισβητούμενες, έχουν υποστεί μία δραματική κατάπτωση. Έτσι, η επικοινωνία ανάμεσα στους ανθρώπους συχνά περιορίζεται σε διάφορα μουγκρητά, επιφωνήματα και χειρονομίες που δηλώνουν τη συμφωνία ή τη διαφωνία σε ένα ζήτημα. Το να έχεις σκύλο, βοηθά σημαντικά, αφού καταφέρνεις να ξεχωρίσεις το προειδοποιητικό μουγκρητό του άλλου και άρα, γνωρίζεις τα όρια σου. Από την άλλη, εκδηλώνεται και έντονο ένστικτο επιβίωσης, που ωστόσο εκφράζεται μόνο με τις ασταμάτητες αγορές από το σούπερ μάρκετ.

Εν μέσω όλων αυτών, προέκυψε και το ζήτημα του να είμαστε παραγωγικοί. Ιστοσελίδες, εκπομπές και διάφοροι τύποι βάλθηκαν να μας πείσουν να περνάμε παραγωγικά τον χρόνο που μένουμε στο σπίτι, να κάνουμε πράγματα, να βρούμε καινούρια χόμπι, να διαβάσουμε «το εκκρεμές του Φουκώ», να παντρευτούμε, να διαιωνίσουμε το είδος, ν’ανακαλύψουμε καινούριες χημικές ενώσεις και διάφορα τέτοια, μόνο και μόνο για να μην πάνε χαμένοι αυτοί οι μήνες. Και σκέφτομαι τώρα: καλά, μας εμπαίζετε; Ο καθένας έχει τα δικά του. Χάνονται δουλειές και άνθρωποι και εγώ τώρα πρέπει, σώνει και καλά, να κάνω κάτι δημιουργικό για να μην πάει χαμένος ο καιρός μου; Οι περισσότεροι άνθρωποι περνάνε μέρες που δεν έχουν διάθεση για τίποτα και αυτό είναι απολύτως λογικό δεδομένων των συνθηκών. Δε χρειάζεται να τους προκαλούνται και ενοχικά συναισθήματα. Εξάλλου, ξεχνάνε μερικοί πως τέτοια πράγματα δεν έχουν καθόλου γούστο όταν γίνονται βεβιασμένα.

Άλλωστε, δεν υπάρχει λόγος να ωραιοποιούμε την πραγματικότητα. Δεν έχει νόημα να «πνίγουμε» τα συναισθήματά μας, διότι ό,τι κι αν συμβεί, στο τέλος αυτά θα είναι ακόμα εκεί. Θα έχουν γιγαντωθεί. Ο ελέφαντας δεν παύει ποτέ να είναι στο δωμάτιο, επειδή εσύ κάνεις πως δεν τον βλέπεις. Η πραγματικότητα δεν χρειάζεται ωραιοποίηση, αλλά συνειδητοποίηση. Ειδάλλως, τα πράγματα δε θ’αλλάξουν ποτέ.

Τούτες οι μέρες θα περάσουν, αλλά δύσκολο να ξεχαστούν. Όχι βέβαια και ακατόρθωτο. Το ζήτημα είναι τι θα μείνει τελικά απ’όλα αυτά. Ο τρόπος που συμπεριφερθήκαμε στον εαυτό μας και τους άλλους. Το πως σταθήκαμε απέναντι στην πραγματικότητα, τα όνειρα μας και τον κόσμο γύρω μας.

Πώς, επίσης, ανταποκριθήκαμε στις συνθήκες; Υπήρξαμε ανώτεροι ή κατώτεροι αυτών;

Κι άραγε, θα αισθανθούμε άβολα την πρώτη φορά που η μάσκα δε θα χρειάζεται πια να καλύπτει το πρόσωπό μας; Διότι αυτό θα δείξει πολλά.

Δανάη Καρδαρά

Exit mobile version