Site icon artville.

Αγριες Φραουλες|Ingmar Bergman

Advertisements


Το 1957, βγαίνουν στους κινηματογράφους οι “Άγριες Φράουλες” σε σενάριο και σκηνοθεσία Ίνγκμαρ Μπέργκμαν. Η συγκεκριμένη ταινία, πέραν του ότι παραμένει διαχρονική, αποτελεί την πιο αισιόδοξη κινηματογραφική έκφραση του Σουηδού σκηνοθέτη κι έμελλε να τον καταξιώσει στον διεθνή κινηματογράφο.
Ο σουηδικός τίτλος της ταινίας ‘’Smultronstället’’ παραπέμπει στη τοποθεσία όπου φυτρώνουν οι άγριες φράουλες και το σπίτι όπου περνούσε τα καλοκαίρια των νεανικών του χρόνων ο κεντρικός ήρωας με την οικογένειά του. Εξάλλου, είναι γεγονός ότι τα καλοκαίρια η σουηδική γη γεμίζει από αγριοφράουλες. Το καλοκαίρι για τον Μπέργκμαν αποτελεί μοτίβο και φαίνεται να σηματοδοτεί την εποχή που είναι σε θέση να εξαγνίσει έναν άνθρωπο από ενοχές και παλιές αγωνίες.

Η υπόθεση περιστρέφεται γύρω από τον Μποργκ, έναν ηλικιωμένο και διάσημο γιατρό που κινείται συνειδητά στα όρια του μισανθρωπισμού: παγερός, αλαζόνας, εσωστρεφής, απλησίαστος με μοναδική συντροφιά τα τελευταία χρόνια την οικονόμο του που φροντίζει τόσο το σπίτι, όσο και τον ίδιο. Βλέπουμε, μάλιστα, από την αρχή της ταινίας πως υπάρχει μια σχέση χαριτωμένη μεταξύ τους – μια σχέση αμοιβαίας συμπάθειας και κατανόησης, παρά το δύσκολο χαρακτήρα του καθηγητή.
Με αφορμή μια τελετή βράβευσης από την πόλη στην οποία γεννήθηκε για το έργο της ζωής του, ο καθηγητής ξεκινά ένα ταξίδι από τη Στοκχόλμη στη Λουντ και ταυτοχρόνως, ένα ταξίδι απολογισμού μιας ζωής που ο ίδιος αισθάνεται μέσα από συμβολικά όνειρα ότι φτάνει στο τέλος της. Τον συνοδεύει η νύφη του Μαριάν, η οποία μόλις έχει εγκαταλείψει το γιο του Μποργκ λόγω προβλημάτων που αντιμετωπίζουν με το γάμο τους. Αρχικά, η Μαριάν τον αντιμετωπίζει με εχθρότητα τον πεθερό της, λόγω του ότι αρνήθηκε να πάρει θέση ή να βοηθήσει σε ό,τι αφορά το γάμο της αλλά και γιατί διαπιστώνει τις ομοιότητες που υπάρχουν ανάμεσα στους χαρακτήρες πατέρα και γιου. Σύντομα, βρίσκεται στο δρόμο τους μια ενθουσιώδης φοιτητοπαρέα που αποτελείται από τη Σάρα και δύο νεαρούς που τρέφουν αμφότεροι αισθήματα αγάπης γι’αυτή κι ένα ζευγάρι που μαλώνει και προσβάλλει συνεχώς ο ένας τον άλλο.

Οι άνθρωποι αυτοί θυμίζουν στον Μποργκ στιγμιότυπα της δικής του ζωής από τον νεανικό του έρωτα που τελικά προτίμησε τον αδερφό του διαλέγοντας ανάμεσα στη λογική, την ηθική και την ασφάλεια που πρέσβευε ο Μποργκ και στον έρωτα που της ενέπνεε ο αδερφός του και τον προβληματικό του γάμο, τα οποία ο θεατής βλέπει να προβάλλονται με την μορφή φλας-μπακ μέσα από τις σκέψεις του ήρωα. Είναι, ωστόσο, σημαντική η επισήμανση πως δεν αποτελούν αναμνήσεις του Μποργκ, καθώς είναι σκηνές τις οποίες ο ίδιος παρατηρεί όντας ηλικιωμένος και ως εξωτερικός παρατηρητής. Προκύπτει, έτσι, το συμπέρασμα πως είναι μάλλον γεγονότα που είτε κατασκεύασε ο ίδιος βάσει των όσων ακολούθησαν, είτε πληροφορήθηκε από κάπου.
Καθώς το ταξίδι φτάνει στο τέλος του, ο Μποργκ κατορθώνει να διαπιστώσει τις λανθασμένες του κινήσεις, αλλά και να συμφιλιώσει τόσο με τους ανθρώπους που τον πλαισιώνουν, όσο και με τον ίδιο του τον εαυτό. Το πρόσωπό του, μάλιστα, στη τελευταία σκηνή του έργου είναι ήρεμο και ευτυχισμένο – είναι σίγουρα η πιο αισιόδοξη ταινία του Μπέργκμαν.

Σε γενικές γραμμές, ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος πραγματεύεται δύο αγαπημένα του ζητήματα: την μοναξιά και το θάνατο, ενώ μένει σχεδόν εκτός το τρίτο αγαπημένο του ζήτημα, η θρησκεία. Σε μία μόνο σκηνή οι δύο νεαροί συζητούν διαφωνώντας σχετικά με την ύπαρξη του θεού με τον Μποργκ να αρνείται να πάρει θέση. Αν λάβει κανείς υπόψη, ότι ο ήρωας θα μπορούσε να αποτελεί το alter-ego του Μπέργκμαν, πιθανώς να αναδεικνύεται με αυτό τον τρόπο και η δική του αμφιταλάντευση πάνω στο θέμα.
Σημαντικό είναι επίσης να αναφερθεί ότι η ταινία βρίθει συμβολισμών, ιδιαιτέρως στις σκηνές των δύο ονείρων που βλέπει ο ήρωας. Στο πρώτο όνειρο που ανοίγει ουσιαστικά και τη ταινία υπάρχει φανερή η επίδραση του γερμανικού εξπρεσιονισμού λόγω του έντονου κοντράστ, αλλά και του σουρεαλισμού, αν θυμηθεί κανείς το ρολόι δίχως δείκτες που φαίνεται να συμβολίζει τη ζωή που τρέχει με τη στιγμή, ωστόσο, του θανάτου να παραμένει άγνωστο σημείο επάνω στο χρόνο. Η άμαξα, επίσης, που μεταφέρει το φέρετρο (σημείο που δείχνει πως ο ηλικιωμένος γιατρός έχει αρχίσει να σκέφτεται έντονα το επικείμενο τέλος του) παραπέμπει στη ταινία «Η Άμαξα Φάντασμα» του Victor Sjostrom. Είναι, άλλωστε, γνωστό ότι ο Μπέργκμαν τη χαρακτήριζε ως «ταινία των ταινιών» και αποτελούσε σημαντική πηγή έμπνευσης για κάθε κινηματογραφικό του έργο.
Η ταινία αποτελεί σταθμό στην ιστορία της έβδομης τέχνης λόγω της πρωτοτυπίας που εισήγαγε ο Μπέργκμαν από άποψη σκηνοθεσίας. Για παράδειγμα, το γεγονός ότι η φοιτήτρια Σάρα και η άλλη Σάρα – ο νεανικός του έρωτας – ερμηνεύονται από την ίδια ηθοποιό αποτελεί ένα εξαιρετικά έξυπνο τέχνασμα, ενώ και η παρουσία του Μποργκ ως εξωτερικού παρατηρητή σε γεγονότα που τον αφορούν, αλλά ο ίδιος δεν είχε άμεση ανάμειξη χρησιμοποιήθηκε μετέπειτα από πλειάδα σκηνοθετών – με πρώτο και καλύτερο τον Woody Allen. Είναι μια ταινία λυρική, ένα δράμα δωματίου, που ωστόσο πήρε την μορφή ενός road-trip.

Το αξιοπρόσεκτο είναι ότι στη ταινία πρωταγωνιστεί ο ίδιος ο Sjostrom στο τελευταίο ρόλο της καριέρας του, δυο χρόνια περίπου πριν πεθάνει και ερμηνεύει καταπλητικά τον αυταρχικό και σκληρό καθηγητή που σιγά-σιγά μεταλλάσσεται σε έναν άνθρωπο αποφασισμένο να αλλάξει προς το καλύτερο. Τον πλαισιώνουν οι: Bibi Anderson (στο διπλό ρόλο), Ingrid Thulin, Gunnar Bjornstrand.

H ταινία υπήρξε υποψήφια για το όσκαρ καλύτερου σεναρίου το 1960 και βραβεύτηκε με τη Χρυσή Άρκτο στο Φεστιβάλ Βερολίνου το 1958 και τη Χρυσή Σφαίρα καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας.

 

 

 

Exit mobile version