- Βιβλιοκριτική: Άνθρωπος για Όλες τις Δουλειές – Τσαρλς Μπουκόφσκι - 25/09/2023
- Όταν μία αλλαγή κρίνεται απαραίτητη - 05/09/2023
- Βιβλιοκριτική: Νοέμβρης 9 – Colleen Hoover - 19/06/2023
«Τα Κόκκινα Φανάρια» (αγγλικός τίτλος: “The Red Lanterns”) είναι μία από τις ταινίες-σταθμούς της χρυσής εποχής του ελληνικού κινηματογράφου και ξεχώρισε τόσο για το τολμηρό, για την εποχή, θέμα της, όσο και για τις προσεγμένες και αξέχαστες ερμηνείες ενός συνόλου εκλεκτών ηθοποιών.
Η ταινία γυρίστηκε το 1963 από την εταιρεία παραγωγής “Δαμασκηνός-Μιχαηλίδης”, σε σκηνοθεσία του Βασίλη Γεωργιάδη. Η υπόθεση είναι βασισμένη στο θεατρικό έργο «Το σπίτι με τα κόκκινα φώτα» του Αλέκου Γαλανού, ο οποίος ανέλαβε και την κινηματογραφική διασκευή σε συνεργασία με τον Ιάκωβο Καμπανέλλη. Ξεχωρίζει οπωσδήποτε η μουσική του Σταύρου Ξαρχάκου, ενώ τους στίχους των τραγουδιών ανέλαβε ο Λευτέρης Παπαδόπουλος. Αξιομνημόνευτη είναι η εμφάνιση του Γιώργου Ζαμπέτα με το τραγούδι «Ο πιο καλός ο μαθητής». Θετικά σχόλια απέσπασε και ο Νίκος Γαρδέλης για τη φωτογραφία της ταινίας.
Συναντάμε τη Τζένη Καρέζη σε μία από τις καλύτερες της κινηματογραφικές στιγμές, καθώς τη βλέπουμε να ενσαρκώνει καταπληκτικά τον πρωταγωνιστικό ρόλο ενός χαρακτήρα που φαίνεται να είναι κομμένος και ραμμένος στα μέτρα της. Μάλιστα, σαν να ανακάλυψε έναν καινούριο δρόμο, την επόμενη κιόλας χρονιά (1964) πρωταγωνίστησε σε μια ταινία του ίδιου μήκους κύματος, τη «Λόλα» παίζοντας τον ομώνυμο ρόλο. Την Καρέζη πλαισιώνουν μοναδικά οι Κατερίνα Χέλμη, Αλεξάνδρα Λαδικού, Μαίρη Χρονοπούλου, Δέσπω Διαμαντίδου, Ελένη Ανουσάκη, Ηρώ Κυριακάκη, Γιώργος Φούντας, Μάνος Κατράκης, Δημήτρης Παπαμιχαήλ, Φαίδων Γεωργίτσης, Νότης Περγιάλης.
Η ταινία έκανε πρεμιέρα στις ελληνικές αίθουσες τον Δεκέμβριο του 1963 και έκοψε 473.686 εισιτήρια καταλαμβάνοντας την 3η θέση ανάμεσα σε 92 ταινίες. Στη συνέχεια, υπήρξε υποψήφια για το όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας στην 36η απονομή των βραβείων το 1964 μαζί με «Το μαχαίρι στο νερό» του Ρόμαν Πολάνσκι και τις «8 ½ εβδομάδες» του Φεντερίκο Φελίνι, που τελικά υπήρξε και η νικητήρια ταινία. Κατά την ίδια χρονιά, η ταινία διεκδίκησε και το Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ των Καννών.
Συνολικά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η ταινία παρουσιάζει εξαιρετικά ενδιαφέρουσες ερμηνείες άλλοτε περισσότερο θεατρικές και άλλοτε πιο μετρημένες παραπέμποντας στο είδος του φιλμ-νουάρ. Παρατηρείται η επίδραση του ιταλικού νεορεαλισμού, ενώ η ταινία, παρά το δραματικό της θέμα, χαρακτηρίζεται από συγκρατημένο μελοδραματισμό και ρομαντισμό στις σωστές δόσεις.
Υπόθεση
Η κυρίως δράση λαμβάνει χώρα στα άδυτα της Τρούμπας και πιο συγκεκριμένα στο μπαρ «Φρύνη», το οποίο διευθύνεται από την πατρώνα Μαντάμ Παρί (Δέσπω Διαμαντίδου) και τον σκληροτράχηλο Μιχαήλο (Γιώργος Φούντας). Και οι δύο φαίνονται σε πρώτη ανάλυση σκληροί και ανίκανοι να δώσουν ή να πάρουν αγάπη, ωστόσο καθώς η ταινία προχωρά αποκαλύπτονται τόσο οι αδυναμίες, όσο και η πιο ανθρώπινη πλευρά τους.
Η εξέλιξη παρακολουθεί τις ζωές πέντε γυναικών και τις ιστορίες τους που τις βλέπουμε να εξελίσσονται παράλληλα. Πρώτα- πρώτα, η Ελένη (Τζένη Καρέζη), μια νεαρή κοπέλα από τη Ρουμανία που έχει σπουδάσει γλυπτική στο Βουκουρέστι. Βρέθηκε στην Ελλάδα εξ αιτίας του πολέμου, όπου και συνδέθηκε με έναν καλλιτέχνη που κάποια στιγμή την εγκατέλειψε, καταλήγοντας έτσι στην πορνεία. Ωστόσο, γίνονται φανερά καθ’όλη τη διάρκεια της ταινίας η αποστροφή της για την νέα της δουλειά και το πόσο αταίριαστη είναι με τους ανθρώπους που τη περιβάλλουν. Διέξοδο βρίσκει στη γνωριμία της με έναν φοιτητή, τον Πέτρο (Δημήτρης Παπαμιχαήλ) και στον έρωτα που αναπτύσσεται ανάμεσά τους, χωρίς ωστόσο να του έχει αποκαλύψει πολλά για τη ζωή της και φυσικά όχι το επάγγελμά της. Όμως ο Μιχαήλος, που είναι παράφορα ερωτευμένος μαζί της, απειλεί να καταστρέψει τα όνειρα και τις ελπίδες της αποκαλύπτοντας όλη την αλήθεια στον Πέτρο.
Έπειτα η Άννα (Αλεξάνδρα Λαδικού) , μια γυναίκα που δε φαίνεται επίσης να ταιριάζει στα υπόγεια της τρούμπας, αν λάβει κανείς υπόψη την αριστοκρατική όψη και τους λεπτούς τρόπους της. Η Άννα έχει ένα επτασφράγιστο μυστικό: την ύπαρξη ενός παιδιού που μεγαλώνει κρυφά απ’όλους και ονειρεύεται ένα όμορφο μέλλον γι’αυτό. Ο καπετάν-Νικόλας (Μάνος Κατράκης) είναι από τους πιο μόνιμους πελάτες της και δεν μένει ασυγκίνητος από την παρουσία της, κάτι το οποίο είναι αμοιβαίο. Καθώς ετοιμάζεται να εγκαταλείψει τη θάλασσα και το επάγγελμά του, παίρνει την απόφαση να της ζητήσει να παντρευτούν και να ζήσουν μαζί κι έτσι η Άννα βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα μεγάλο δίλημμα. Μόνο που η ζωή έχει άλλα σχέδια γι’αυτούς. Στη συνέχεια η Μαίρη (Μαίρη Χρονοπούλου), μια αρκετά εξωστρεφής κοπέλα και αρκετά πιο συνειδητοποιημένη και συμβιβασμένη με το επάγγελμά της σε σχέση με τις υπόλοιπες. Παρακολουθούμε το ειδύλλιο που εξελίσσεται ανάμεσα σε εκείνη και τον Άγγελο, έναν νεαρό που μαζί της γνώρισε τον έρωτα (Φαίδων Γεωργίτσης) και την δυστυχή κατάληξή του.
Ακόμη, η Μαρίνα (Κατερίνα Χέλμη) , μια αρκετά ευάλωτη κοπέλα που φαίνεται συναισθηματικά εξαρτημένη από τον Ντορή (Κώστας Κούρτης), ο οποίος την εκμεταλλεύεται με κάθε τρόπο και ιδίως οικονομικά. Όταν εκείνος την εγκαταλείπει, εκείνη τον εκλιπαρεί να μείνει αφήνοντας στην άκρη κάθε είδος αξιοπρέπειας. Την ομάδα των κοριτσιών έρχεται να συμπληρώσει η νεόκοπη ιερόδουλη, Μυρσίνη (Ελένη Ανουσάκη), η οποία μπαίνει αμέσως στο πνεύμα της δουλειάς κι είναι η μόνη που σχεδιάζει προσεκτικά το μέλλον βλέποντας τις αλλαγές που έρχονται. Τέλος, θα πρέπει να γίνει αναφορά στην Κατερίνα (Ηρώ Κυριακάκη), την καθαρίστρια του μαγαζιού, που αποτελεί μια τραγική φιγούρα με τη θλίψη και την απελπισία ριζωμένα βαθιά στο βλέμμα της. Αναζητεί με τη σειρά της διέξοδο από το βούρκο της Τρούμπας και τη βρίσκει στο πρόσωπο ενός ηλικιωμένου άστεγου (Νότης Περγιάλης), καθώς μαζί ‘’χτίζουν’’ το όνειρο του να ζήσουν μαζί σε ένα φτωχό σπίτι περνώντας το υπόλοιπο των γηρατειών τους. Κι όλα αυτά συμβαίνουν λίγο πριν από το οριστικό κλείσιμο των σπιτιών και ολόκληρης της Τρούμπας.
Το τέλος της ταινίας δεν είναι σε καμία περίπτωση λυτρωτικό. Η Τρούμπα τελικά κλείνει και τα περισσότερα κορίτσια συνεχίζουν τη δουλειά τους, μην έχοντας άλλη επιλογή, στο πλευρό της Μυρσίνης. Μονάχα η ιστορία της Ελένης και του Πέτρου φαίνεται να έχει χαρούμενη κατάληξη.
Με ρεαλιστική ματιά, ωμή απεικόνιση της ζωής στη Τρούμπα και τα καμπαρέ και αξιοσημείωτες ερμηνείες από όλους, η ταινία αυτή φαίνεται να άφησε, όχι τυχαία, το δικό της στίγμα στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου.
Leave a Reply