Site icon artville.

Μάνος Χατζιδάκις: Ο ανεπιτήδευτος δημιουργός

Advertisements

Το σημερινό αφιέρωμα για τη ζωή και την επαγγελματική πορεία του Μάνου Χατζιδάκι γράφτηκε με αφορμή τα 96 χρόνια που συμπληρώθηκαν πρόσφατα από τη γέννηση του σπουδαίου δημιουργού. Ο Μάνος Χατζιδάκις δε ξεχώρισε μόνο για τις μουσικές συνθέσεις και τους στίχους του, αλλά και για τη σκέψη και το λόγο του, καταφέρνοντας κατά αυτό τον τρόπο να χαραχτεί ανεξίτηλα στην μνήμη ολόκληρης της Ελλάδας, τόσο για την μουσική, όσο και για την προσωπικότητά του.

O Χατζιδάκις γεννήθηκε στις 23 Οκτωβρίου 1925 στη Ξάνθη. Ο πατέρας του λεγόταν Γεώργιος και είχε καταγωγή από την Κρήτη, ενώ η Αλίκη, η μητέρα του, καταγόταν από μία περιοχή της ανατολικής Θράκης. Η οικογένεια συμπληρωνόταν από την μικρότερη αδερφή του Μάνου, την Μιράντα. Ο Γεώργιος Χατζηδάκης εργαζόταν ως νομικός σύμβουλος καπνικών εταιρειών κι αυτός ήταν ο λόγος που η οικογένεια κατέληξε να ζει στη Ξάνθη.

Η μουσική εκπαίδευση του Μάνου Χατζιδάκι ξεκίνησε από πολύ νωρίς κι όταν εκείνος ήταν μόλις 4 ετών. Ο μικρός Μάνος μάθαινε τρία όργανα: πιάνο, βιολί και ακορντεόν. To 1932 κι όταν ο Χατζιδάκις ήταν 7 ετών, μετακόμισε με την μητέρα και την αδερφή του στην Αθήνα έπειτα από το χωρισμό των γονιών του, ο οποίος ωστόσο δεν είχε επισφραγιστεί επίσημα με ένα διαζύγιο.  Η ζωή της οικογένειας έμελλε να αλλάξει δραματικά το 1938, όταν ο πατέρας του Χατζιδάκι έχασε τη ζωή του σε ένα αεροπορικό δυστύχημα. Ο θάνατος του πατέρα του, σε συνδυασμό με τον αντίκτυπο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, οδήγησε την οικογένεια στην οικονομική εξαθλίωση. Ο μουσικοσυνθέτης αναγκάστηκε από νωρίς να κάνει διάφορες δουλειές, προκειμένου να συνεισφέρει στο εισόδημα της οικογένειας. Έτσι, εργάστηκε, μεταξύ άλλων, σε φωτογραφείο, στο λιμάνι ως φορτοεκφορτωτής και στη Φιξ ως παγοπώλης.

Κατά την τριετία 1940-1943, ο Μάνος Χατζιδάκις παρακολούθησε θεωρητικά μαθήματα μουσικής στο πλευρό του σπουδαίου, Μενέλαου Παλλάντιου. Αργότερα, παρακολούθησε μαθήματα ως ακροατής στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών, ωστόσο δε σπούδασε κάτι. Την εποχή εκείνη, γνώρισε και συνδέθηκε στενά με διάφορους καλλιτέχνες και διανοούμενους, μεταξύ των οποίων ήταν οι Νίκος Γκάτσος, Γιώργος Σεφέρης, Οδυσσέας Ελύτης και Άγγελος Σικελιανός.

Με την Αλίκη Βουγιουκλάκη

Το καλοκαίρι του 1944 και όταν ο Χατζιδάκις ήταν 19 ετών, έκανε την πρώτη του εμφάνιση ως μουσικοσυνθέτης στην κωμωδία του Αλέξη Σολομού, Ο τελευταίος ασπροκόρακας. Η παράσταση παίχτηκε για ορισμένο διάστημα στο θέατρο Παρκ, κάνοντας πρεμιέρα στις 10 Ιουλίου 1944. Την ίδια περίοδο, ο συνθέτης ξεκίνησε να παρακολουθεί μαθήματα υποκριτικής στη Δραματική Σχολή του Κάρολου Κουν. Παρόλα αυτά, ο ίδιος ο Κουν ήταν εκείνος που τελικά τον προέτρεψε να αφοσιωθεί στη μουσική και ν’ασχοληθεί μόνο με αυτή. Κάπως έτσι, εγκαινιάστηκε η συνεργασία ανάμεσα στον Χατζιδάκι και το Θέατρο Τέχνης, η οποία και έμελλε να διαρκέσει 15 ολόκληρα χρόνια. Το 1946, συνέθεσε την μουσική για την κινηματογραφική ταινία του Β. Παπαμιχάλη, Αδούλωτοι Σκλάβοι, της οποίας πρωταγωνίστρια ήταν η νεαρή τότε Έλλη Λαμπέτη.

Αξίζει να σημειωθεί ότι στα χρόνια της Κατοχής, ο Χατζιδάκις ήταν από τους πρώτους ανθρώπους της μουσικής που ανακάλυψε το ρεμπέτικο, αναγνώρισε την αξία του και το μελέτησε προσεκτικά. Μάλιστα, το 1949 έδωσε μία διάλεξη πάνω στο μουσικό είδος στο θέατρο Τέχνης, αναδεικνύοντας τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά γνωρίσματά του και προσδίδοντάς του ευρωπαϊκές αξίες.

Η δεκαετία του 1950 ήταν ιδιαίτερα παραγωγική για τον Μάνο Χατζιδάκι. Το 1950, συνετέλεσε στην ίδρυση του Ελληνικού Χοροδράματος της Ραλλού Μάνου και ανέλαβε το ρόλο του καλλιτεχνικού διευθυντή. Στα πλαίσια αυτού, παρουσίασε 4 μπαλέτα: Μαρσύας το 1950, Έξι Λαϊκές Ζωγραφιές & Καταραμένο Φίδι το 1951 και Ερημιά το 1958. Ακόμα, το 1950 ο Χατζιδάκις συνεργάστηκε με τη σπουδαία θεατράνθρωπο και θιασάρχη της εποχής, Μαρίκα Κοτοπούλη και συνέθεσε την μουσική για τις Χοηφόρους του Αισχύλου. Εκείνη η συνεργασία αποτέλεσε την αρχή της έντονης ενασχόλησης του μουσικοσυνθέτη με το αρχαίο δράμα. Ενδεικτικά αναφέρω ότι κατά την εποχή εκείνη συνέθεσε την μουσική για τις εξής παραστάσεις: Μήδεια του Ευριπίδη (1956), Εκκλησιάζουσες του Αριστοφάνη (1956), Λυσιστράτη του Αριστοφάνη (1957) και Βάκχες του Ευριπίδη (1962). Επιπρόσθετα, είναι αξιοσημείωτη και η συνεργασία του Χατζιδάκι με τον σπουδαίο ποιητή της εποχής, Άγγελο Σικελιανό. Eίχαν γνωριστεί πρωτύτερα, ωστόσο οι δυο τους αποφάσισαν να συνεργαστούν το 1950, όταν ο Χατζιδάκις έγραψε την μουσική για την τελευταία τραγωδία του ποιητή, τον Θάνατο του Διγενή.

Από το 1955 και μετά, ο Χατζιδάκις έκανε μια πληθώρα καλλιτεχνικών δουλειών, με τη μουσική του να αναγνωρίζεται και ακόμα, να βραβεύεται. Συγκεκριμένα, εκείνη την εποχή συνέθεσε μουσική για δεκάδες ταινίες και θεατρικές παραστάσεις. Σε ό,τι αφορά τον κινηματογράφο, μερικές από τις χαρακτηριστικότερες ταινίες της εποχής για τις οποίες ο Χατζιδάκις έγραψε τη μουσική είναι η Στέλλα του Μιχάλη Κακογιάννη (1955), η Λατέρνα, Φτώχεια και Φιλότιμο του Αλέκου Σακελλάριου (1955) και O Δράκος του Νίκου Κούνδουρου (1956). 

Το 1959, έλαβε το πρώτο βραβείο στο Α’ Φεστιβάλ Ελαφρού Τραγουδιού που διοργανώθηκε από το ΕΙΡ για το τραγούδι, Κάπου υπάρχει η αγάπη μου, το οποίο ερμήνευσε η Νάνα Μούσχουρη. Την αμέσως επόμενη χρονιά, κέρδισε ξανά το πρώτο βραβείο στον ίδιο ακριβώς διαγωνισμό.

Το 1960 ήταν επίσης η χρονιά που έγραψε το εμβληματικό τραγούδι, Τα παιδιά του Πειραιά, για την ταινία το Ζυλ Ντασέν, Ποτέ την Κυριακή. Κατά την ίδια περίοδο, συνέθεσε την μουσική για τις ταινίες Μανταλένα και το Κοροϊδάκι της Δεσποινίδος. Επίσης, έγραψε την μουσική για ορισμένα θεατρικά έργα όπως ήταν Το Γλυκό Πουλί της Νιότης του Τένεσι Ουίλιαμς και Ευρυδίκη του Ζαν Ανούιγ.

Το 1961, ο Μάνος Χατζιδάκις κέρδισε το Όσκαρ Καλύτερου Πρωτότυπου Τραγουδιού, ωστόσο δεν παρέστη στην τελετή. Ο ίδιος δεν ένιωθε άνετα με την εκτεταμένη δημοσιότητα και την παγκόσμια αναγνώριση και προσπαθούσε, όσο ήταν δυνατόν, να τις αποφύγει. Ο ίδιος, σύμφωνα πάντα με δηλώσεις του, δε θεωρούσε τη βράβευσή του από την Ακαδημία σαν την επισφράγιση της καριέρας του, αλλά σαν την απαρχή μίας νέας καλλιτεχνικής κατεύθυνσης.

Τα λόγια του επιβεβαιώθηκαν από την πορεία του, αφού ο ίδιος δεν επαναπαύτηκε, αλλά συνέχισε την καλλιτεχνική του δραστηριότητα, ενώ εντάθηκε και η συμμετοχή του στα κοινά. Εκείνη την περίοδο, κυκλοφόρησαν η Οδός Ονείρων και το ορχηστρικό Χαμόγελο της Τζοκόντα (1962), ενώ έγραψε την μουσική για τον Κύκλο με την Κιμωλία και το Παραμύθι Χωρίς Όνομα.

Το 1966, ο Χατζιδάκις βρέθηκε στην Νέα Υόρκη για τις ανάγκες του θεατρικού Ίλια Ντάρλινγκ, το οποίο ήταν διασκευή του Ποτέ την Κυριακή και θα παρουσιαζόταν στο Broadway. Ο μουσικοσυνθέτης κατέληξε να μείνει στην Νέα Υόρκη και συγκεκριμένα στο Μανχάταν για τα επόμενα 6 χρόνια κι εκεί ήρθε σε επαφή με τη ροκ και ποπ μουσική. Απόρροια αυτής της επαφής ήταν ο δίσκος Reflections, που κυκλοφόρησε το 1970 σε συνεργασία με το συγκρότημα, New York Rock & Roll Ensemble.

To 1972, ο Μάνος Χατζιδάκις επέστρεψε στην Αθήνα, προσεγγίζοντας καλλιτεχνικά την περισσότερο ώριμή του φάση. Εκείνη την εποχή, κυκλοφόρησε από την εταιρεία της Columbia και η εμβληματική δουλειά του συνθέτη, Ο Μεγάλος Ερωτικός με τις φωνές της Φλέρυς Νταντωνάκη και του Δημήτρη Ψαριανού.

Από το 1975 και το 1982, ξεκίνησε για τον συνθέτη η εποχή που ο ίδιος σατυρικά χαρακτήριζε ως υπαλληλική. Εκείνη την περίοδο, διορίστηκε Διευθυντής της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών, ανέλαβε και τη διεύθυνση στο Τρίτο Πρόγραμμα, ενώ διορίστηκε και αναπληρωτής διευθυντής στην Εθνική Λυρική Σκηνή. Ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά το Τρίτο Πρόγραμμα, ο Μάνος Χατζιδάκις χάραξε μία ιδιαίτερα λαμπρή πορεία, βελτιώνοντας την ποιότητα του σταθμού και συμμετέχοντας έντονα στα κοινά μέσω ποικίλων εκδηλώσεων, μουσικών εορτών και συναυλιών.

Πάντοτε αεικίνητος και δημιουργικός, το 1989 ίδρυσε τη λεγόμενη Ορχήστρα των Χρωμάτων, η οποία και λειτούργησε μέχρι το 1993. Στο πλαίσιο αυτής, παρουσιάστηκε πληθώρα μουσικών έργων, τόσο του κλασικού όσο και του σύγχρονου ρεπερτορίου, ενώ πραγματοποιήθηκαν 12 ρεσιτάλ και 20 συναυλίες.

Μερικές μόνο από τις μουσικές δουλειές του Χατζιδάκι που ξεχώρισαν τη δεκαετία του 1980 είναι η Πορνογραφία (1982) -και παρά την εμπορική αποτυχία της παράστασης- , οι Μπαλάντες της Οδού Αθηνάς (1983) και η Σκοτεινή Μητέρα (1986).

Με τη Σαπφώ Νοταρά στην “Πορνογραφία”

Κατά τη διάρκεια της ζωής του, ο Χατζιδάκις πειραματίστηκε και με τη συγγραφή, εκδίδοντας δύο ποιητικές συλλογές, τη Μυθολογία και τη Μυθολογία Δεύτερη, τα Σχόλια του Τρίτου που ήταν μία συλλογή από σχόλια και αναφορές που είχε κάνει κατά τη διάρκεια των εκπομπών του στο Τρίτο Πρόγραμμα, καθώς και το Ο Καθρέφτης και το Μαχαίρι που ήταν μια συλλογή διαφόρων άρθρων και συνεντεύξεων του ίδιου.

Ο Μάνος Χατζιδάκις έφυγε απ’τη ζωή στις 15 Ιουνίου 1994 από οξύ πνευμονικό οίδημα και η κηδεία του έγινε στην Παιανία, χωρίς την παρουσία φωτογράφων και δημοσιογράφων, σύμφωνα με την επιθυμία του ίδιου. Δύο χρόνια μετά από το θάνατό του κυκλοφόρησε ένας ακόμα δίσκος με τραγούδια του ίδιου και τίτλο Τα Τραγούδια της Αμαρτίας.

Δανάη Καρδαρά

Exit mobile version