Site icon artville.

Κωστας Καρυωτακης (1896-1928)

Advertisements

Το σημερινό άρθρο του ARTville είναι ένα αφιέρωμα στη σύντομη ζωή, το σημαντικό έργο και την ευαίσθητη ψυχή του ποιητή Κώστα Καρυωτάκη.  

Το ποιητικό και πεζογραφικό του έργο ξεχωρίζει τόσο για το λυρισμό και τη μελαγχολική του διάθεση, όσο και για το σατιρικό τόνο που συχνά εντοπίζεται στα γραπτά του. Ποιητικά, υπήρξε ο σημαντικότερος εκπρόσωπος και εκφραστής της Γενιάς του 1920. Το έργο του έχει μεταφραστεί παγκοσμίως σε περισσότερες από 30 γλώσσες, ενώ σωρεία μελετητών έχει καταπιαστεί με τα γραπτά του. Ακόμα, έχουν οργανωθεί συνέδρια, έχουν γραφτεί βιβλία κι έχουν εκπονηθεί εργασίες επάνω στην ποίησή του.

Λίγα λόγια για την ποιητική γενιά του ’20: το ποιητικό έργο της γενιάς αυτής διαμορφώθηκε από τα ιστορικά και πολιτικά γεγονότα της εποχής, καθώς και από τις κοινωνικές συνθήκες. Πρόκειται για μια χαμηλόφωνη ποίηση παρακμής που απομακρύνεται από τις μεγάλες ιδέες (όπως είναι η αγάπη για την πατρίδα, η πίστη στο ιδανικό, η λατρεία για τη φύση) που εκφράζονταν στην ποίηση των προηγούμενων χρόνων από ποιητές όπως είναι ο Παλαμάς και ο Σικελιανός. Έτσι, στην ποίηση της γενιάς αυτής συναντάμε συναισθήματα απαισιοδοξίας και μελαγχολίας, περιφρόνηση για την κοινωνία και τις επικρατούσες συνθήκες, τάσεις φυγής και διάθεση ονειροπόλησης, ενώ στον πυρήνα της ποίησης πλέον βρίσκεται ο ίδιος ο άνθρωπος και όχι κάποιο υψηλό ιδανικό. Πέραν του Κώστα Καρυωτάκη, άλλοι σημαντικοί ποιητές – εκπρόσωποι της συγκεκριμένης γενιάς είναι οι: Μαρία Πολυδούρη, Κώστας Ουράνης, Ναπολέων Λαπαθιώτης, Τέλλος Άγρας κ.α. Η επίδραση του γαλλικού συμβολισμού είναι εμφανής στα περισσότερα από τα ποιήματα της εποχής.

Ο Κώστας Καρυωτάκης γεννήθηκε στις 30 Οκτωβρίου 1896 στην Τρίπολη της Αρκαδίας. Ήταν το δεύτερο ανάμεσα σε τρία παιδιά και ο πατέρας του εργαζόταν ως νομομηχανικός. Λόγω της δουλειάς του τελευταίου, η οικογένεια μετακόμισε σε διάφορα μέρη, μεταξύ αυτών η Λευκάδα, η Αθήνα, η Καλαμάτα και η Λάρισα, ως και την απόλυσή του το 1917 για πολιτικούς λόγους, αφού τασσόταν εναντίον του Βενιζέλου.

Από την ηλικία των 16, ο Καρυωτάκης δημοσίευε κάποια από τα ποιήματά του σε λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής, ενώ φαίνεται πως έλαβε μέρος μ’ένα διήγημά του σε κάποιο λογοτεχνικό διαγωνισμό της Διάπλασις των Παίδων, αφού το όνομά του να αναφέρεται εκεί. Σε ηλικία 17 ετών, ερωτεύτηκε τη Χανιώτισσα Άννα Σκορδύλη και η σχέση που αναπτύχθηκε μεταξύ τους έμελλε να τον σημαδέψει.

Το 1914, ξεκίνησε τις σπουδές του στη Νομική Σχολή Αθηνών, από την οποία και αποφοίτησε το 1917. Βέβαια, η ποιητική του δραστηριότητα δε σταμάτησε στα χρόνια των σπουδών του, αφού συνέχισε να δημοσιεύει ποιήματά του σε περιοδικά & εφημερίδες.

Τελειώνοντας τις σπουδές του, επιχείρησε να ασκήσει το επάγγελμα του δικηγόρου, ωστόσο η έλλειψη πελατών τον οδήγησε να στραφεί στο δημόσιο τομέα, όπου κι άσκησε το επάγγελμά του σε διάφορες δημόσιες υπηρεσίες και υπουργεία. Ωστόσο, τόσο οι απόψεις του, όσο και η συνδικαλιστική του δράση είχαν ως αποτέλεσμα τις, σε πολλές περιπτώσεις, δυσμενείς μεταθέσεις του.

Το 1919, ο Κώστας Καρυωτάκης εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο, Ο Πόνος Του Ανθρώπου και Των Πραγμάτων, η οποία και αποτελείται από 10 ομοιοκατάληκτα ποιήματα. Βρίσκεται, ποιητικά, ακόμα στα πρώτα του βήματα και εμφανίζεται κάπως άπειρος μπροστά στο μεγαλείο της ποίησης. Αντλεί το υλικό του από τη φύση με το πικρό χιούμορ και την ειρωνεία του να είναι ήδη ευδιάκριτα. Την ίδια χρονιά, εκδίδει με τον Άγη Λεβέντη το σατιρικό περιοδικό Η Γάμπα, που ωστόσο κυκλοφόρησε μόνο σε 6 τεύχη λόγω των αντιδράσεων που προκάλεσε.

To 1921, εκδόθηκε η δεύτερη συλλογή του, τα Νηπενθή. Η ομηρική αυτή λέξη φέρει τη σημασία του ‘’διώχνει το πένθος’’ και είναι μια σαφής αναφορά στον Μπωντλαίρ. Εδώ ο Καρυωτάκης απομακρύνεται από την αυστηρή μετρική, γίνεται πιο λυρικός και αφήνει τη τέχνη του να καθοδηγηθεί από το ονειρικό στοιχείο και τις τάσεις φυγής.

To 1922, o Κώστας Καρυωτάκης γνώρισε την ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη. Ο δεσμός τους είχε μικρή διάρκεια κι ενώ εκείνη ήθελε να παντρευτούν, ο ίδιος αρνήθηκε λόγω του ότι έπασχε από σύφιλη και δεν ήθελε να τη στιγματίσει κοινωνικά.

Η σταδιακή τους απομάκρυνση οδήγησε την Πολυδούρη στο να αρραβωνιαστεί τον δικηγόρο Γεωργίου 2 χρόνια αργότερα, ενώ το 1926 προσβλήθηκε από φυματίωση. Είναι σημαντικό ν’αναφερθεί πως το ’26 ο ποιητής ταξίδεψε στη Ρουμανία.

Οι δύο ποιητές συναντήθηκαν για τελευταία φορά το 1928, όταν ο Καρυωτάκης επισκέφτηκε την Πολυδούρη στο νοσοκομείο.

Το 1927, εξέδωσε τη τρίτη και τελευταία ποιητική του συλλογή με τίτλο, Ελεγεία και Σάτιρες. Ο ποιητής είναι πλέον ώριμος και στρέφεται ενάντια στη κοινωνική πραγματικότητα. Ουσιαστικά, προετοιμάζεται σιγά-σιγά για το τέλος του.

Το 1928, ο Καρυωτάκης μετατίθεται δυσμενώς στην Νομαρχία Πρεβέζης. Η ψυχολογία του ήταν ιδιαιτέρως επιβαρυμένη, αφενός λόγω της κατάστασης της υγείας του κι αφετέρου λόγω των συνεχών μεταθέσεων.

Στις 21 Ιουλίου 1928, δύο ώρες πριν αυτοκτονήσει, επισκέφτηκε το καφενείο Ουράνιος Κήπος. Παρήγγειλε βυσσινάδα, για την οποία και άφησε το φιλοδώρημα των 75 δραχμών. Ζήτησε ένα τσιγάρο και χαρτί για να γράψει. Στις 16:30 βρέθηκε νεκρός, κάτω από έναν ευκάλυπτο, με μία σφαίρα στην καρδιά κι ένα σημείωμα δίπλα του. Ήταν μόλις 32 ετών.

Είναι καιρός να φανερώσω την τραγωδία μου. Το μεγαλύτερο μου ελάττωμα στάθηκε η αχαλίνωτη περιέργειά μου, η νοσηρή φαντασία και η προσπάθειά μου να πληροφορηθώ για όλες τις συγκινήσεις, χωρίς τις περσότερες, να μπορώ να τις αισθανθώ. Τη χυδαία όμως πράξη που μου αποδίδεται τη μισώ. Εζήτησα μόνο την ιδεατή ατμόσφαιρά της, την έσχατη πικρία. Ούτε είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για το επάγγελμα εκείνο. Ολόκληρο το παρελθόν μου πείθει γι’ αυτό. Κάθε πραγματικότης μου ήταν αποκρουστική. Είχα τον ίλιγγο του κινδύνου. Και τον κίνδυνο που ήρθε τον δέχομαι με πρόθυμη καρδιά. Πληρώνω για όσους, καθώς εγώ, δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους, έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών τους, ή εθεώρησαν την ύπαρξη τους παιχνίδι χωρίς ουσία. Τους βλέπω να έρχονται ολοένα περισσότεροι μαζί με τους αιώνες. Σ’ αυτούς απευθύνομαι. Αφού εδοκίμασα όλες τις χαρές!!! είμαι έτοιμος για έναν ατιμωτικό θάνατο. Λυπούμαι τους δυστυχισμένους γονείς μου, λυπούμαι τα αδέλφια μου. Αλλά φεύγω με το μέτωπο ψηλά. Ήμουν άρρωστος. Σας παρακαλώ να τηλεγραφήσετε, για να προδιαθέσει την οικογένειά μου, στο θείο μου Δημοσθένη Καρυωτάκη, οδός Μονής Προδρόμου, πάροδος Αριστοτέλους, Αθήνας. Κ.Γ.Κ. [Υ.Γ.] Και για ν’ αλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι να μην επιχειρήσουνε ποτέ να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης. Όλη νύχτα απόψε επί δέκα ώρες, εδερνόμουν με τα κύματα. Ήπια άφθονο νερό, αλλά κάθε τόσο, χωρίς να καταλάβω πώς, το στόμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια. Ορισμένως, κάποτε, όταν μου δοθεί η ευκαιρία, θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου. Κ.Γ.Κ….

Τέλος, το αποχαιρετιστήριο σημείωμα του Καρυωτάκη μελετήθηκε από πολλούς, χωρίς ωστόσο να καταστούν ξεκάθαρα τα αίτια της αυτοκτονίας του ως και σήμερα. Πιθανώς, ήταν ένας συνδυασμός παραγόντων που τον οδήγησαν σε αυτή την πράξη, αφού αισθανόταν εγκλωβισμένος μέσα στην ασήμαντη καθημερινότητα ενός δημοσίου υπαλλήλου κι αν όντως έπασχε από σύφιλη, όπως είναι και το επικρατέστερο σενάριο, τότε, κατά το τελικό στάδιο της ασθένειας, θα κατέληγε σε κάποιο ψυχιατρείο, όπως κι όλοι οι ασθενείς εκείνης της εποχής. Δε θα πρέπει, βέβαια, να θεωρήσουμε την αυτοκτονία του Καρυωτάκη ως την ήττα μιας καταθλιπτικής προσωπικότητας, αλλά ως την αναζήτηση αξιοπρεπούς διεξόδου από έναν ευαίσθητο ποιητή.

Exit mobile version