- Τα αγαπημένα Οκτωβρίου (2023) - 07/11/2023
- Ας μιλήσουμε για τον ρόλο του Τσάντλερ Μπινγκ - 01/11/2023
- Κριτική Ταινίας: Blonde (2022) - 23/10/2023

Μετά από περίπου ένα χρόνο από την πρώτη της προβολή, παρακολούθησα το “Blonde” – την περίπου βιογραφική ταινία του Αυστραλού σκηνοθέτη Άντριου Ντομινίκ για τη ζωή της Μέριλιν Μονρόε. Έχει γίνει πολύς λόγος για την ταινία από πέρυσι, έχοντας κερδίσει την προσοχή του κοινού και εξασφαλίσει ανάμεικτες κριτικές. Μάλιστα, μετά την προβολή της στο Φεστιβάλ Βενετίας, οι παρευρισκόμενοι χειροκροτούσαν όρθιοι για 15 (!) λεπτά. Γιατί άραγε;
Το σενάριο της ταινίας βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίο της Τζόις Κάρολ Όουτς, το οποίο ανέρχεται σε περίπου 700 σελίδες και που με τη σειρά του δεν χαρακτηρίζεται βιογραφία, αλλά μυθιστόρημα. Όπως και να έχει, ο σκηνοθέτης ακολουθεί τη φόρμα του βιβλίου και έτσι, προχωρά σε μία ελεύθερη απόδοση της ζωής της κινηματογραφικής σταρ σε μία ταινία που χαρακτηρίζεται biopic.
Η ταινία παρακολουθεί τη ζωή της ηθοποιού από την προβληματική παιδική της ηλικία μέχρι και τον πρόωρο θάνατό της στα 36 της χρόνια, εστιάζοντας σε εμβληματικές στιγμές της καριέρας και της προσωπικής της ζωής, αλλά και διογκώνοντας πραγματικά γεγονότα ή εφευρίσκοντας άλλα – μόνο και μόνο για να περάσει ο σκηνοθέτης το μήνυμά του: Η Μονρόε δεν ήταν θύμα μόνο της χολιγουντιανής βιομηχανίας και των προσωπικών βιωμάτων της, αλλά και του ίδιου της του (αδηφάγου) κοινού.

Στο Blonde, η δυσλειτουργική παιδική ηλικία της Μονρόε καθορίζεται από την απουσία του πατέρα της και την πνευματικά ασταθή και έντονα κακοποιητική μητέρα της που κατηγορεί την Νόρμα Τζιν (το πραγματικό όνομα της Μονρόε) για το γεγονός ότι ο πατέρας της την εγκατέλειψε. Αυτή η πατρική απουσία ταλανίζει την ηθοποιό καθ’όλη τη διάρκεια της ζωής της που τον αναζητά συνειδητά, αλλά και ασυνείδητα σε όλες τις ερωτικές της σχέσεις όπου αποποιείται της δυναμικότητάς της και αποκαλεί κάθε σύντροφο “daddy” – κάπως κακόγουστο. Κι είναι τελικά αυτό το τραύμα που οδηγεί την Μονρόε, σύμφωνα τουλάχιστον με την οπτική του Ντομινίκ, στην επιλογή ακατάλληλων συντρόφων.
Το υποκριτικό ταλέντο της Μονρόε παραγκωνίζεται ενοχλητικά καθ’όλη τη διάρκεια της ταινίας. Σύμφωνα με την οπτική του σκηνοθέτη, η Μονρόε κέρδιζε ρόλους λόγω της ομορφιάς και της σεξουαλικότητάς της, ενώ στην σημαντικότερη ακρόαση της ζωής της παρουσιάζεται ο βιασμός της από τον διευθυντή παραγωγής. Η Μονρόε δεν αρέσει σε όλους, αλλά είναι αφελές και κάπως προσβλητικό να υποθέσουμε πως δεν υπήρχε ίχνος ταλέντου πάνω της.
Η ερωτική ζωή της ηθιποιού συνοψίζεται σε τέσσερις ιστορίες: ένα τελείως φανταστικό ερωτικό τρίγωνο με τον Τσάρλι «Κας» Τσάπλιν Τζούνιορ και τον Έντι Ρόμπινσον Τζούνιορ (που ειρωνικά, απεικονίζεται και ως η πιο ευτυχισμένη και συναινετική της σχέση), τον γάμο της με τον κακοποιητικό Τζο ΝτιΜάτζιο που την είχε μετατρέψει σε σάκο του μποξ, το δεύτερο γάμο της με τον διανοούμενο, αλλά χειριστικό Άρθουρ Μίλλερ και βέβαια, το ειδύλλιο με τον Πρόεδρο Κένεντι που, ωστόσο, δεν παρουσιάζεται συναινετικό ή ισότιμο, αλλά περισσότερο σαν επίδειξη δύναμης πάνω στην Μονρόε. Η προσωπική ζωή της Μονρόε στιγματίζεται επίσης από την αδυναμία της να φέρει στον κόσμο ένα παιδί, αφού οι εγκυμοσύνες της καταλήγουν είτε σε αποβολή είτε σε έκτρωση με τα στούντιο παραγωγής να μην υποστηρίζουν την επιθυμία της να γίνει μητέρα. Στο σημείο αυτό, αξίζει να αναφερθεί ότι το σκηνοθετικό εύρημα του να βλέπουμε το έμβρυο στην κοιλιά της μητέρας είναι αχρείαστο, χωρίς γούστο και μάλλον στα όρια του κωμικού.

Σύμφωνα με την ταινία, ακόμα και στην κινηματογραφική της καριέρα η Μονρόε υπέστη κακοποίηση. Τα κινηματογραφικά στούντιο και οι παραγωγοί ενδιαφέρονταν μόνο για την εικόνα της και την αντιμετώπιζαν ως σκεύος ηδονής, το ταλέντο της δεν αναγνωριζόταν και ήταν κακοπληρωμένη. Ο πιστός φίλος και προσωπικός μακιγιέρ της παρουσιάζεται χειριστικός και επιβλαβής για την ίδια, αφού της χορηγεί συνεχώς βαρβιτουρικά. Όσο για το κοινό, ούτε και αυτό την αγάπησε, αλλά σε κάθε ευκαιρία ήθελε να την “κατασπαράξει”, ρίχνοντας ματιές από την “κλειδαρότρυπα” στην ταραχώδη ζωή της.
Η ίδια η Μονρόε παρουσιάζεται σαν ένα άτομο πνευματικά ασταθές. Είναι άβουλη, μιλάει με τα αγέννητα μωρά της, χρησιμοποιεί τον α’ πληθυντικό για ο,τιδήποτε κάνει όσο είναι έγκυος και έχει παραισθήσεις. Εν ολίγοις, η Μονρόε παρουσιάζεται σαν μία γυναίκα παραδομένη στα τραύματά της που σε όλη τη διάρκεια της τρίωρης (!) ταινίας φέρεται απερίσκεπτα και στα όρια της ανοησίας.
Υπάρχουν ορισμένες σκηνοθετικές επιλογές που αποσκοπούν στο να κάνουν την ταινία σοφιστικέ, αλλά προσωπικά, δεν με έπεισαν: η εναλλαγή από το ασπρόμαυρο στο έγχρωμο, οι διαφορετικές αναλογίες οθόνης, οι σκηνές που μοιάζουν να έχουν βγει από κάποιο όνειρο (ή εφιάλτη). Ναι, οπωσδήποτε κεντρίζουν την προσοχή, αλλά τι προσφέρουν;
Η ταινία διασώζεται και εν τέλει βλέπεται μόνο και μόνο για χάρη της Άνα ντε Άρμας που δεν είναι απλώς υπέροχη, αλλά και υπεραρκετή για το συγκεκριμένο εγχείρημα. Θεωρώ την ντε Άρμας μία από τις φρεσκότερες και εντυπωσιακότερες κινηματογραφικές παρουσίες των τελευταίων ετών και δεν απογοητεύει ούτε σε αυτή την ταινία. Δεν είναι μόνο η φυσιογνωμική ομοιότητα, αλλά κυρίως η ικανότητα της ηθοποιού να σώσει αυτή την εκδοχή της Μονρόε μέσα από την ανθρωπιά και την ευαισθησία της. Πιθανώς, αυτή να χειροκροτούσαν για 15 λεπτά στη Βενετία.
Τέλος, ίσως τελικά το πιο αξιοπερίεργο να είναι ότι μέσα σε 3 ώρες δεν χώρεσε καμία από τις καλές στιγμές της Μονρόε, αφού σίγουρα αυτές δεν ταίριαζαν στην αισθητική του σκηνοθέτη. Ας πούμε το γεγονός ότι ίδρυσε τη δική της ταινία παραγωγής, οι φιλίες της με σημαντικούς ανθρώπους της τέχνης και των γραμμάτων, ή ότι είχε το θάρρος να παραιτηθεί από την 20th Century Fox. Από την άλλη, ίσως να βγάζει νόημα αν σκεφτεί κανείς ότι ο τίτλος της ταινίας είναι απλώς η «Ξανθιά».
Εν ολίγοις, παρακολουθώντας το Blonde, διαπίστωσα πως δεν υπήρχε καμία κάθαρση, κανένα ιδιαίτερο νόημα και κανένας φόρος τιμής στην μνήμη της Μονρόε – που τόσο πολύ έχει κακοποιηθεί. Ίσως μονάχα μία σαδιστική και οριακά μισογυνιστική ανάγνωση του Άντριου Ντομινίκ.

Leave a Reply