Εκείνο το βράδυ, φόρεσε το μαύρο, πέτσινο μπουφάν και το συνηθισμένο τζιν παντελόνι -το λίγο φθαρμένο στα γόνατα και τον καβάλο- και βγήκε από το σπίτι του τρελαμένος, χωρίς να ρίξει ματιά στον καθρέφτη. Δεν τον ένοιαζε. Τα σοκάκια της πόλης ήταν άδεια και μόνο λίγα διάσπαρτα φωτισμένα τζάμια στις πολυκατοικίες έδιναν στη σκοτεινιά μια βεβιασμένη αίσθηση κίνησης. Τριγυρνούσε κι έδειχνε χαμένος και όσοι τον είδαν, νόμιζαν πως κάποιον, κάτι είχε χάσει και το’ψαχνε. Οι δρόμοι ήταν ακόμα υγροί απ’τη βροχή που’χε ρίξει νωρίτερα. Φαινόταν λες κι ολόκληρη η πόλη ούρλιαζε ‘’ΜΟΝΑΞΙΑ’’ στ’αυτιά του – μα όλο αυτό στο μυαλό του δεν ήταν τίποτα παραπάνω από την λύπη που έγδερνε τη ψυχή του. Όλα του φαίνονταν άχρωμα κι ανούσια – σχεδόν ασυνάρτητα. Κι εκείνος, που άλλοτε εμπνεόταν από το βρυχηθμό μιας καταιγίδας ή τα κύματα της θάλασσας, τώρα δεν έβρισκε τίποτα γύρω του ικανό να τον συγκινήσει. Μονάχα τριγυρνούσε σαν αγρίμι και φυλαγόταν απ’τις ‘’κακοτοπιές’’.
Άλλωστε, έψαχνε μονάχα εκείνη κι έτσι, απέφευγε τους μεθυσμένους και το μίζερο τραγούδι τους, τα μπαρ με τις πρόσκαιρες υποσχέσεις τους – ακόμα και τα αδέσποτα που σιωπηλά –μα απαιτητικά- επιζητούσαν το χάδι του. Ήταν, άλλωστε, εκείνος ικανός για τέτοια τρυφερότητα; Αδύνατον. Την γύρευε. Την γύρευε σαν τρελός. Έψαχνε στην πόλη, που κάποτε είχαν ζήσει μαζί για ένα φεγγάρι, στοιχεία που της έμοιαζαν για να μπορέσει να συναρμολογήσει την εικόνα της στο μυαλό του. Δεν ήταν μόνο εκείνο το βράδυ – κάθε τόσο το ίδιο γινόταν. Η απόσταση μεταξύ τους –η απτή, η χιλιομετρική- τον έθλιβε και του στερούσε τη χαρά που θα μπορούσε να αισθάνεται, αν – αν όλα ήταν λιγάκι αλλιώς.
Γι’αυτό γύρναγε στους δρόμους και την έψαχνε όταν εκείνη χανότανε στις σκιές της ζωής ή της ψυχής της γιατί το σπίτι δεν τον χωρούσε. Ο καναπές τον έπνιγε, η τηλεόραση δεν είχε τίποτα, το κινητό του, που δεν έλεγε να χτυπήσει, τον εκνεύριζε και κάποτε διαπίστωσε πως και το αλκοόλ δεν ήταν λύση. Πίστευε πως, ίσως, μπορεί, αν την έψαχνε μανιωδώς σε ο,τιδήποτε υπήρχε γύρω του, αν προσπαθούσε να μυρίσει στον άερα το άρωμά της (ή αυτό που θυμόταν πως ήταν το άρωμά της) να κατάφερνε τελικά να την αγγίξει με τον νου του – να την αισθανθεί περισσότερο κοντά του. Και να, αν κοίταζε προσεκτικά… θα’βρισκε πως κάποιας κοπέλας τα μαλλιά μοιάζανε με εκείνης. Στα λαμπρότερα αστέρια μπορούσε να δει κάτι από τα μάτια της. Κι ήτανε και κείνο το σύνθημα στον τοίχο, το άτσαλα γραμμένο, που του θύμιζε κάτι απ’τη ψυχή της.
Δεν ήταν πως την είχε χάσει απ’τη ζωή του. Ίσως να μην την έχανε ποτέ. Αγαπιόντουσαν πολύ για να γίνει κάτι τέτοιο, μα τη χρειαζότανε περισσότερο απ’ότι θα της επέτρεπε ποτέ να καταλάβει. Τα χιλιάδες μίλια… οι διαφορετικές ζώνες ώρας… όλα αυτά δεν τον ενδιέφεραν. Για κείνον, μόνον εκείνη άξιζε τα πάντα Διότι ήταν εκείνη που κατάφερνε να φωτίσει τις μέρες του με τα αστεία και τα πειράγματά της, την έγνοια της, το χαμόγελο και την ομορφιά της. Είχε την μοναδική ιδιότητα να κάνει τα πάντα να φαίνονται περισσότερο ανεκτά στα μάτια του – τη βαρετή δουλειά, την πόλη που δεν του ταίριαζε, τους φίλους που είχαν αλλάξει και πια δεν τον καταλάβαιναν – ακόμα και τον ίδιο του τον εαυτό.
Σε λίγο θα επέστρεφε σπίτι. Οι περιπλανήσεις του δεν τον ωφελούσαν σε τίποτα και το ήξερε καλά – μα του άρεσε πότε-πότε να ξεγελιέται. Δεν του έλειπε λιγότερο εκείνη, ούτε αισθανόταν ξαφνικά καλύτερα. Μονάχα έσπρωχνε τις ώρες να περάσουν περιμένοντας, ελπίζοντας, πως θα την έφερναν σύντομα κοντά του – μέσω ενός μηνύματος ή μιας φωτογραφίας που θα υποδείκνυε πως πάει η μέρα της. Σαν κλεινόταν στο σπίτι του και μέχρι να ‘’φανεί’’ εκείνη, τα πράγματα δε θα’ταν καλύτερα. Τελικά δε θα κατάφερνε ν’αντισταθεί και θα έπινε. Θα έπινε πολύ, ώσπου θα’βλεπε και θα’νιωθε τα πάντα λίγο θολά. Τότε θα ξάπλωνε με το κινητό στο προσκεφάλι του, μη τυχόν εκείνη του έστελνε ή του τηλεφωνούσε και λίγο μετά θα την έβλεπε μπροστά του σαν οπτασία. Θα’χε τα μαλλιά της λυτά και θα’ταν πολύ όμορφη, όπως εξάλλου ήταν πάντοτε στα μάτια του. Θα φορούσε το λευκό σατέν της νυχτικό, εκείνο που την έκανε να αισθάνεται θελκτική και θα του γελούσε από την είσοδο της κάμαρας περιμένοντάς τον να πάει κοντά της. Δε θα περίμενε για πολύ.
Γύρισε στο σπίτι κατά τις τρεις.
Ένα μήνυμά της τον περίμενε.
Η ζωή θα άρχιζε ξανά.
Κι ο Χρόνος -έτσι ένιωσε ξαφνικά- επιτέλους τον αγαπούσε.
Leave a Reply