Site icon artville.

Απ’την αρχη ξανα

Advertisements

Κοίταξε για άλλη μια φορά το ρολόι που φορούσε στο χέρι του. Κόντευε 10. Είχαν ήδη στήσει τους άλλους περίπου μισή ώρα. Δεν αγχώθηκε γιατί δεν τον πολυενδιέφερε. Δε θα πάθαιναν τίποτα, βεβαίωσε νοερά τον εαυτό του. Ούτως ή άλλως είχαν ο ένας τη συντροφιά του άλλου και τους περίμεναν στο μπαρ – όχι έξω, όχι στο δρόμο με την παγωμένη βροχή να πέφτει πάνω στα κεφάλια τους. Για κάποιο λόγο, γέλασε μόνος με τούτη την εικόνα ακριβώς τη στιγμή που ξεπήδησε στο μυαλό του.

Έσβησε το τσιγάρο στο τασάκι που υπήρχε στο χολ και προχώρησε προς την κρεβατοκάμαρα. Τα βήματά του τα ένιωθε αθόρυβα στο ξύλινο πάτωμα, πάντοτε το’χε αυτό. Ήξερε πως αυτό του το χαρακτηριστικό μερικές φορές, όχι τη τρόμαζε, μα τη ξάφνιαζε. Πάντοτε τον έβλεπε μπροστά της χωρίς να έχει καταλάβει πως και πότε βρέθηκε εκεί κι εκείνος γέλαγε με την έκπληκτη έκφρασή της, τα διάπλατα ανοιχτά μάτια της.

Από την μισάνοιχτη πόρτα έριξε μια ματιά στο δωμάτιο. Εκείνη ακόμα ετοιμαζόταν μπροστά στον μεγάλο, σκαλιστό καθρέφτη. Τα μαλλιά της, λυτά, έπεφταν στην μέση της κυματιστά. Το σμαραγδί φόρεμα που φορούσε ήταν σίγουρος πως την κολάκευε, παρόλο που έβλεπε μόνο την πλάτη της και δεν μπορούσε καν να θυμηθεί αν την είχε ξαναδεί άλλοτε μ’αυτό. Σιγομουρμούριζε, μάλλον χαρούμενη, κάποιον σκοπό ενώ προσπαθούσε να καλύψει με το μακιγιάζ τους μαύρους κύκλους και τις λεπτές γραμμές που θα μπορούσαν να σημαίνουν μνήμες χαράς ή στεναχώριας.

Κάποτε κατάλαβε πως την παρατηρούσε. Τότε γύρισε το κεφάλι της και τον κοίταξε, ξαφνιάζοντας τον εκείνη τούτη τη φορά. Του χαμογέλασε πάνω από τον ώμο της κι εκείνος της ανταπέδωσε το χαμόγελο, παρόλο που το μυαλό του ήταν γεμάτο από σκέψεις. Πως αλλάζουν οι καιροί, συλλογίστηκε τότε. Πως αλλάζουν τα πράγματα προτού καλά – καλά το συνειδητοποιήσεις. Πριν από μόλις λίγους μήνες –θα’ταν επτά-οχτώ;- είχε περάσει από πάνω τους τέτοια μπόρα που κόντεψε να τους αφανίσει– να σβήσει τα πάντα. Τους ίδιους, το σπίτι, τα ταιριαστά ξύλινα έπιπλα, τα προσφάτως αγορασμένα καλύμματα των καναπέδων. Κι όμως, τώρα ποιος θα μπορούσε να το φανταστεί; Όλα φαίνονταν καλά, αρμονικά και οι πληγές ίσως να’χαν όντως κλείσει και να μην ήταν απλώς μια παράσταση για τα μάτια του κόσμου – για τα μάτια τα δικά τους. Η εικόνα της, πάντως, κάθε της εικόνα ανά τα χρόνια, ήταν βαθιά χαραγμένη μέσα του. Κι εκείνη της η εκδοχή, αυτή, των προ ολίγων μηνών που στοίχειωνε τότε τις ώρες, τις μέρες, ολάκερη τη ζωή του, βρισκόταν ακόμη μέσα του για τα καλά. Βρισκόταν μπροστά του, στον ίδιο χώρο με αυτόν, ανάμεσα σε εκείνον και τη τωρινή της εκδοχή με το πράσινο φόρεμα, με το δυνατό γέλιο – σαν μια παραίσθηση, σαν ισχνή νεφέλη.

Τότε εκείνη γύρισε ολόκληρη προς το μέρος του χωρίς να συμμερίζεται τις σκέψεις του. Ήταν έτοιμη. Το φόρεμα της στην εντέλεια, το μακιγιάζ προσεγμένο, τα μάτια της να λάμπουν. Έδειχνε τόσο δυνατή, τόσο υγιής. Ίσως και να την ερωτεύτηκε εκείνη ακριβώς τη στιγμή από την αρχή ξανά. Αν και ήξερε πως παραμύθιαζε τον εαυτό του όταν σκεφτόταν έτσι. Το’ξερε πως δεν υπήρχε έρωτας που ξανάρχιζε, παρά μονάχα έρωτας που δεν είχε τελειώσει ποτέ.

Tου έγνεψε να έρθει κοντά της – μια πρόσκληση να μη φέρεται σα ξένος. Μα εκείνος έτσι ένιωθε, όχι πως ήταν ξένος δηλαδή, μα πως έτσι έπρεπε να φερθεί τώρα που ξαναγύριζε σιγά-σιγά κοντά της. Που δένονταν και πάλι. Κι ας μην ήταν το φταίξιμο δικό του για ό,τι έγινε. Ή δικό της. Στο μυαλό του δεν υπήρχε φταίξιμο. Μπλέχτηκαν απλώς σε μια άσχημη κατάσταση και δεν ήξεραν πως να τα βγάλουν πέρα. Μα δεν ήταν και υποχρεωμένοι να γνωρίζουν. Ποιος θα μπορούσε όμως να πει πως δεν προσπάθησαν; Γι’αυτό ίσως και τώρα ήταν σαν να πέρασαν και οι δυο τους μέσα απ’τη βροχή και να μη βράχηκαν.Τόσες σκέψεις, τόση παρατήρηση. Συγκράτηση. Προσπάθεια. Αβεβαιότητα. Δεν ήταν εύκολη η θέση τους. Ένιωθε πως έπρεπε να την προσεγγίσει με προσοχή, να φερθεί με διακριτικότητα, να ρωτήσει πριν ζητήσει. Εκείνη, από την άλλη, βιαζόταν. Σαν να ήθελε ν’αναπληρώσει το χαμένο χρόνο, σαν να’χε τύψεις, σαν να μην είχε υποφέρει αρκετά όλο αυτόν τον καιρό – ή και όλα αυτά μαζί.

Μπήκε στην κρεβατοκάμαρα τους και η οπτασία χάθηκε μέσα του. Η αλλοτινή της εικόνα έγινε τώρα τόσο ισχυρή κι ήταν σε απόλυτη αντιδιαστολή με τη τωρινή της. Μια γυναίκα αδύναμη, τόσο λεπτή που έμοιαζε ψεύτικη, σ’ένα αδιάφορο νυχτικό. Να κοιτάζει αλλού. Να σκέφτεται κάτι που δεν μπορεί να προσδιορίσει. Να αποφεύγει να κοιμηθεί μαζί του. Να διαβάζει την ίδια αράδα στο βιβλίο πέντε φορές για να την καταλάβει. Να πίνει πολύ. Να μιλάει ασυνάρτητα. Να νιώθει μια θλίψη που, από τη μελαγχολική διάθεση που τη χαρακτήριζε γενικώς, είχε μετατραπεί σε μέγγενη που ρουφούσε τη ζωή από μέσα της. Το’ξερε πως τότε ζούσε με τη σκιά αυτής που ήταν κάποτε. Τόσες συζητήσεις που δεν έγιναν, τόσα γέλια που δεν ακούστηκαν, τόσες αγκαλιές που δε δόθηκαν… Ύστερα γιατροί, διαγνώσεις, συζητήσεις. Και σιωπή, άπειρη σιωπή. Κλάματα στα σκοτεινά, φόβος για την επόμενη μέρα, κενό. Το απόλυτα κενό. Αυτά τον έτρωγαν ακόμα. Όσα έγιναν και δεν μπορούσαν ν’αλλάξουν. Ο χαμένος χρόνος που δε θα γυρνούσε ποτέ πίσω.

«Κι εσύ τι έκανες τότε;» άκουσε τη φωνή της στο μυαλό του.

«Προσπάθησα.»

«Όχι αρκετά. Στην αρχή δεν ήσουν εδώ. Δεν καταλάβαινες. Νευρίαζες, φώναζες, έκλαιγες…δε με βοηθούσες.»

«Στην αρχή δεν ήξερα. Μετά όμως δεν προσπάθησα;» τη ρώτησε σχεδόν με παράπονο.

«Κι αν τότε ήταν ήδη αργά;»

«Με κάνεις να πιστεύω πως δεν ήταν.»

Η φωνή της από το τώρα τον επανέφερε στην πραγματικότητα.

«Δεν νιώθεις καμιά φορά πως όλ’αυτά είναι μάταια;»

«Όλα αυτά» επανέλαβε, «Τα ποια;»

«Οι συναθροίσεις. Οι νύχτες που ξοδεύονται χωρίς σκοπό με ανθρώπους που αποκαλούμε φίλους μας, μα στην πραγματικότητα δεν μας ενδιαφέρουν. Λες και πουλάμε κάτι από τον εαυτό μας σε μια βιτρίνα. Καμιά φορά με πιάνει κάτι και δεν καταλαβαίνω… γιατί να γίνονται όλα αυτά; Σε τι θα μας ωφελήσουν τελικά;»

Ήτανε τούτη μια μαγική στιγμή: το μυστήριό της ν’ανοίγεται τώρα μπροστά του. Να μοιράζεται τις σκέψεις της, να μην κρύβεται πίσω από άσκοπες σιωπές και χαμόγελα ευγενείας. Θυμήθηκε όλα εκείνα που είχε διαβάσει, όλα όσα είχε ακούσει μέσα σ’εκείνους τους μήνες – είτε από ειδικούς, είτε από ανθρώπους που έχουν περάσει το ίδιο. Η έννοια του χρόνου δεν έχει πάντοτε τόση μεγάλη σημασία και τα βήματα, όσο μικρά κι αν είναι, δεν παύουν να σε τραβάνε μπροστά. «Πόσο δρόμο έχουμε κάνει…» ήθελε να της πει, να της υπενθυμίσει, μα ήξερε πως θα γινόταν μελό κι εκείνη θα έβαζε τα γέλια, νευρικά σχεδόν, σε μια μάταιη προσπάθεια να εξαφανίσει οποιαδήποτε υποψία έντασης.

«Δεν είμαστε υποχρεωμένοι να πάμε.»

Εκείνη τότε παράτησε τον καθρέφτη, τα κοκκινάδια, τη σκέψη να στρώσει εκείνες τις τριχούλες στην κορυφή του κεφαλιού της που έτσι κι αλλιώς θα πετούσαν. Τον πλησίασε με σιγουριά, ολάνοιχτη σ’αυτόν, μα ταυτόχρονα με βήματα αργά – να’χει το χρόνο να ζυγίσει, ν’αντιληφθεί πλήρως τις στιγμές ανάμεσά τους. Παρατήρησε το ύφος της. Ήταν λίγο σοβαρό και κάπως δύσπιστο, μα ήταν εμφανές πως το διασκέδαζε. Οι άκρες των χειλιών της που ανέβαιναν σε υποψία χαμογέλου δεν κατάφερναν να το κρύψουν.

«Μα το έχουμε υποσχεθεί.»

Εκείνος ανασήκωσε τους ώμους του σε ένδειξη αδιαφορίας.

«’Αλλη μια σπασμένη υπόσχεση, λοιπόν. Ούτε η πρώτη, ούτε η τελευταία.»

«Νόμιζα πως θα ήθελες να τους δεις.»

«Κάποια άλλη στιγμή θα βρεθούμε. Το μόνο που θέλω είναι να είσαι καλά – να είμαστε καλά μαζί.»

Εκείνη τότε χαμήλωσε το κεφάλι της κρύβοντας κάποιο δάκρυ, κάποιο χαμόγελο – ή και τα δύο και αναστέναξε κερδίζοντας μερικές πολύτιμες στιγμές μέχρι να ανακτήσει την αυτοκυριαρχία της. Έπειτα τον κοίταξε και ξεκίνησε να παίζει σκεπτικά με τις τιράντες του φορέματός της.

«Στο κάτω-κάτω δε θα τους συμβεί και τίποτα κακό. Έχουν παρέα και…»

Εκείνος τη διέκοψε μη θέλοντας να ζορίσει άλλο το μυαλό της.

«Είναι μεγάλα παιδιά. Δεν μας έχουν ανάγκη.» Τότε γέλασαν και οι δύο μαζί, κάτι που δεν είχε συμβεί εδώ και κάποιον καιρό.

«Τι θα κάνουμε λοιπόν απόψε;» τον ρώτησε τότε με ανανεωμένο ενθουσιασμό, «Θέλω να πω… είμαστε ήδη έτοιμοι για μία πρώτης τάξεως βραδιά.»

Πολλές ιδέες πέρασαν από το μυαλό του. Θα μπορούσαν να μιλήσουν για όσα είχαν γίνει τον περασμένο καιρό και δε τα’χαν ακόμα συζητήσει, να προσπαθήσουν έτσι να εξοστρακίσουν τους δαίμονες απ’τη ζωή τους. Θα μπορούσαν, απ’την άλλη, να προσποιηθούν πως δεν είχε γίνει τίποτα το κακό και να βγουν για μια βόλτα, να δουν τον κόσμο και τον ουρανό. Ήξερε, βέβαια, πως αν οι ισορροπίες διαταράσσονταν, έστω και λίγο, θα μπορούσε να τη χάσει πάλι σ’ένα από τα παιχνίδια του μυαλού της. Το φοβόταν. Και το γνώριζε καλά πως ο ίδιος φόβος ήταν για τα καλά κρυμμένος και μέσα της.

Κι ύστερα θυμήθηκε… για πρώτη φορά έπειτα από τόσο καιρό θυμήθηκε τη ζωή τους πριν απ’ό,τι μεσολάβησε. Το ήξερε πως ήταν λάθος η σχέση τους να συμπυκνώνεται σε κείνους τους μήνες που και οι δύο είχαν χάσει κάτι, άλλος λιγότερο κι άλλος περισσότερο, από τον εαυτό τους, μα σ’εκείνον φαινόταν ως εκείνη τη στιγμή αδύνατο να θυμηθεί όλα αυτά που τους είχαν ενώσει, που τους είχαν κάνει ν’αγαπήσουν ο ένας τον άλλο πριν από αυτό. Θυμήθηκε τις βόλτες, το σινεμά, τις άγρυπνες νύχτες που περίμεναν την ανατολή του ήλιου. Θυμήθηκε ακόμα τις βραδιές που ανέβαιναν στην κοινόχρηστη ταράτσα, εκείνη καμιά φορά φορώντας μόνο ένα νυχτικό ή το αγαπημένο της μαύρο φόρεμα που’χε ξεθωριάσει απ’τα πολλά πλυσίματα. Άλλοτε χάζευαν τους αστερισμούς, άλλοτε άκουγαν μουσική και χόρευαν, άλλοτε εκείνος την έβγαζε φωτογραφίες σε εμπνευσμένες πόζες που εκείνη έπαιρνε κι άλλες φορές μιλούσαν μέχρι να ξημερώσει.

Πόσες φορές είχαν βρει ο ένας τον άλλο εκεί πάνω. Κι άλλες τόσες είχαν ανακαλύψει κάτι καινούριο για τον εαυτό τους.

«Πάμε στην ταράτσα;» τη ρώτησε τότε βιαστικά προτού το μετανιώσει.

Τα μάτια της άστραψαν και χαμογέλασε. Μάλλον είχε κι εκείνη ξεχάσει. Του έγνεψε καταφατικά.

«Θα μιλήσουμε;»

«Για αρχή… ας κοιτάξουμε για λίγο ο ένας τον άλλο στα μάτια.»

Εκείνη έγνεψε. «Ναι. Έχουμε χρόνο για όλα τ’άλλα.’’

‘’Την υπόλοιπη ζωή μας.”

Exit mobile version